31.12.12
Συνταγματική εκτροπή τυχόν παραπομπή Παπακωνσταντίνου σε ειδικό δικαστήριο!! ΔΙΔΑΓΜΑ: ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ. ΓΙΑΤΙ ΑΥΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ.
Για τους πολιτικούς, θεσμοθετήθηκε το ατιμώρητο του πολιτικού εγκλήματος το ακαταδίωκτο του οποίου διασφαλίστηκε με τον εκτρωματικό νόμο περί ευθύνης υπουργών. Πρόκειται για ένα πλέγμα θεσμικής νομιμοποίησης του πολιτικού εγκλήματος (το οποίο είναι στην ουσία έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου) που διασφαλίζει το ακαταδίωκτο και ατιμώρητο των πρωθυπουργών και υπουργών, με ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο (Ν. 3126/2003) στο οποίο περιλαμβάνονται και συνταγματικές διατάξεις (αρθρ. 85 και 86), που τους εξασφαλίζει προνομιακή -σε σχέση με τους απλούς πολίτες- μεταχείριση. Και αυτό γιατί το νομοθετικό αυτό έκτρωμα, εισάγει όχι απλώς ευνοϊκή, αλλά σκανδαλώδη μεταχείριση υπέρ των πολιτικών προσώπων, εις βάρος των πολιτών που κατηγορούνται για τις ίδιες εγκληματικές πράξεις, λόγω της προκλητικά βραχείας παραγραφής τους έναντι της εικοσαετούς (20) που ισχύει για τους πολίτες. Δηλαδή το ίδιο το Σύνταγμα αντί να προνοεί με αυστηρότερες προβλέψεις για υπουργούς και πρωθυπουργούς σε σχέση με τους απλούς πολίτες, κατοχυρώνει και διασφαλίζει τα ιδιαίτερα προνόμια των πολιτικών προσώπων όσων αφορά την παραγραφή και τον τρόπο και τις προϋποθέσεις άσκησης της ποινικής σε βάρος τους διώξεως. Στην τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (περίοδος 2007-2008), ουδείς, κανένα κόμμα και κανένας πολιτικός, δεν πρότεινε να τροποποιηθεί το άρθρο που επιτρέπει στο πολιτικό έγκλημα να δρα ατιμώρητα (άρθρ. 86). Περισσότερες από 800 φορές στην τελευταία 28ετία έχουν ζητήσει οι εισαγγελικές αρχές την άδεια της βουλής προκειμένου να ασκήσουν δίωξη κατά ενός βουλευτή για σοβαρά, πολύ σοβαρά και «λιγότερο σημαντικά» αδικήματα (για τα οποία ωστόσο ένας απλός πολίτης μπορεί να σύρεται επί χρόνια στα δικαστήρια). Η βουλή έδωσε την άδειά της μόλις πέντε φορές...
Από το άρθρο 86 παρ. 1-4 του ισχύοντος Συντάγματος (μετά την αντικατάστασή του με το Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ΦΕΚ Α` 84/2001) ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων. 2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παρ. 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. 3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφαση της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παρ. 1 αρμοδιότητα της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφαση της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία. 4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου.
Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών του Συντάγματος, εκδόθηκε ο Ν 3126/2003 (ΦΕΚ Α` 66/19.3.2003), με τον τίτλο «Ποινική ευθύνη των Υπουργών», ο οποίος ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εδώ χρόνο (μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 Ν.3961/2011,ΦΕΚ Α 97/29.4.2011). Ο νόμος αυτός ορίζει: Στο άρθρο 1: «1. Πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούνται από Υπουργό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού από το κατ` άρθρο 86 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο, ακόμη και αν ο Υπουργός έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή. 2. Τυχόν συμμέτοχοι συμπαραπέμπονται και δικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ...». Στο άρθρο 2: «1. Οπου στον παρόντα νόμο χρησιμοποιείται ο όρος "Υπουργός", νοείται μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός. 2. Οπου στον παρόντα νόμο χρησιμοποιείται ο όρος "συμμέτοχος", νοείται: α) ο συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη που αποδίδεται στον Υπουργό και β) ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη, για την οποία αποδίδεται στον Υπουργό η κατηγορία του ηθικού αυτουργού, άμεσου ή απλού συνεργού. 3. Οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α του Ποινικού Κώδικα». Στο άρθρο 3: «1.... 2. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν». Στο άρθρο 4 παρ. 1: «1. Δεν επιτρέπεται προκαταρκτική εξέταση, ποινική δίωξη, προανάκριση ή ανάκριση κατά Υπουργού, για τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής κατά τα άρθρα 5 και 6 του παρόντος».
Στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, ορίζεται ρητά ο χρόνος μέσα στον οποίο η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του άνω νόμου αρμοδιότητα της για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργός. Ο οριζόμενος χρόνος (μέχρι του πέρατος της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου), που αρχίζει από την τέλεση του αδικήματος, υπολογίζεται «πολιτικά», γιατί αφορά το διάστημα κατά το οποίο η Βουλή μπορεί να συνεδριάσει και να λάβει τις σχετικές αποφάσεις. Πρόκειται, συνεπώς, για αποσβεστική προθεσμία, η άπρακτη πάροδος της οποίας στερεί τη Βουλή από τη σχετική αρμοδιότητα της, η οποία είναι «αποκλειστική», μη δυναμένου άλλου οργάνου του Κράτους (Εισαγγελέας, Ανακριτής, Δικαστικό Συμβούλιο) να ασκήσουν αμέσως ή εμμέσως την ως άνω αρμοδιότητα της Βουλής. Αν η Βουλή διαλυθεί πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης τακτικής της συνόδου, λήγει η κατά χρόνο αρμοδιότητα της, καθώς αρχίζει, με την εκλογή της νέας Βουλής, νέα βουλευτική περίοδος.
Προκύπτει από τα παραπάνω, ότι το Σύνταγμα προβλέπει ρητά ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Η βουλευτική περίοδος εκτείνεται χρονικά ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις και περιλαμβάνει τέσσερις κοινοβουλευτικές συνόδους. Αν η Βουλή διαλυθεί πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης τακτικής της συνόδου, λήγει η κατά χρόνο αρμοδιότητα της, καθώς αρχίζει, με την εκλογή της νέας Βουλής, νέα βουλευτική περίοδος (βλ. Υπόθεση Βατοπεδίου, 1/2011 ΕΙΔ ΔΙΚ ΥΠ, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2011/293).
Κατ άλλη άποψη, η παρούσα βουλή έχει τη δυνατότητα να κινήσει τη διαδικασία του νόμου περί ευθύνης υπουργών κατά του πρώην υπουργού, διότι τα όποια αδικήματα δεν έχουν παραγραφεί, με το σκεπτικό ότι «αν και μεσολάβησε η Βουλή "της μιας ημέρας", ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου και Ιουλίου 2012, δεν υφίσταται θέμα παρέλευσης της προαναφερθείσας αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς δεν υπήρξε Βουλή που να διήρκεσε τουλάχιστον δυο τακτικές συνόδους». Με την άποψη αυτή υπενθυμίζεται, «ότι προ της αναθεώρησης του 2001, προβλεπόταν για την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας η ολοκλήρωση μιας τακτικής συνόδου, κάτι που άλλαξε ώστε να υπάρχει επέκταση και διεύρυνση της σχετικής αποσβεστικής προθεσμίας προς αποφυγή παραγραφής τυχόν αδικημάτων πολιτικών προσώπων». Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, «εφόσον δεν συμπληρώθηκαν τουλάχιστον δυο τακτικές σύνοδοι στην διάρκεια της Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Μαίου, καθώς διαλύθηκε αμέσως μετά την ορκωμοσία της, υπάρχει η δυνατότητα της παρούσας Βουλής να κινήσει τη διαδικασία του νόμου περί ευθύνης υπουργών και ως εκ τούτου τα όποια αδικήματα δεν παραγράφονται». πηγή
Ως όμως ελέχθη, το Σύνταγμα προβλέπει ρητά ότι η βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Είναι από αυτά προφανές, ότι η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας, ούτε με την ολοκλήρωση μιας τουλάχιστον τακτικής συνόδου συνδέεται, ούτε με την ύπαρξη βουλευτικής περιόδου που να διήρκεσε τουλάχιστον δυο τακτικές συνόδους συνδέεται... Συνεπώς η μεσολάβηση της Βουλής «της μιας ημέρας», ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και Ιουλίου 2012, λογίζεται νομικά ως «βουλευτική περίοδος που άρχισε μετά την τέλεση του αδικήματος», αδιάφορο αν αυτή διήρκεσε λιγότερο από δυο τακτικές συνόδους, ή αν ολοκληρώθηκε μια τουλάχιστον τακτική σύνοδος. Αυτό άρα που ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση είναι η διάλυση της βουλής (έστω και «της μιας ημέρας»), αφού είναι νομικά αδιάφορο αν έγινε πριν την ολοκλήρωση μιας τουλάχιστον τακτικής συνόδου ή αν έγινε χωρίς να ολοκληρωθεί η δεύτερη τακτική της σύνοδος, για το λόγο ότι η διάλυσή της σηματοδοτεί τη λήξη της κατά χρόνο αρμοδιότητά της, καθώς άρχισε, με την εκλογή της νέας βουλής, νέα βουλευτική περίοδος.
Επίσης, εσφαλμένη θεωρώ την και την άποψη που εμπλέκει το άρθρο 64 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο "η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε μήνες", άρα και ο ισχυρισμός, ότι η βουλή «της μιας ημέρας», ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου και Ιουλίου 2012 δεν μπορεί να ληφθεί ως νέα σύνοδος, αφού αυτό που στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρει, δεν είναι η «τακτική σύνοδος» αλλά η «βουλευτική περίοδος». πηγη
Με βάση λοιπόν τις παρούσες συνθήκες, τυχόν συνταγματική ακροβασία με παραπομπή του πρώην υπουργού σε ειδικό δικαστήριο για να διασωθεί το «κύρος» και προπάντων η συνοχή της δοκιμαζόμενης από τη λαϊκή οργή τριτοκομματικής κυβέρνησης, θα συνιστούσε εκτεταμένη - άνευ προηγουμένου παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων, υπέρ της απόλυτης και ανεξέλεγκτης διατήρησης της πολιτικής κυριαρχίας των κυβερνητικών δυνάμεων που επιβλήθηκαν από τους δανειστές.
Σε κατακλείδα το ζήτημα στο Σύνταγμα είναι τόσο ξεκάθαρο, ώστε ακόμα κι αν η βουλή προχωρήσει στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής και στην άσκηση διώξεως (για τα μάτια μόνο του εξοργισμένου λαού, εν μέσω εξαιρετικά θολού - λόγω αιθαλομίχλης- πολιτικού τοπίου), το πράγμα θα φτάσει το πολύ μέχρι το συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί παρά να αποφανθεί, ότι παραήλθε άπρακτο το διάστημα κατά το οποίο η παρούσα βουλή θα μπορούσε να παραπέμψει τον πρώην υπουργό. Κατά συνέπεια, ότι στερείται η παρούσα βουλή από τη σχετική αρμοδιότητα της, η οποία είναι «αποκλειστική», μη δυναμένου άλλου οργάνου του Κράτους (Εισαγγελέας, Ανακριτής, Δικαστικό Συμβούλιο) να ασκήσουν αμέσως ή εμμέσως την ως άνω αρμοδιότητα της βουλής, δίωξη κατά του πρώην υπουργού. «Δυστυχώς έχουμε μια συνταγματική διάταξη, η οποία ουσιαστικά θεσμοποιεί την ασυδοσία των υπουργών», συντασσόμενος στο σημείο αυτό με την άποψη που υποστήριξε για το ζήτημα ο κ Χρυσόγονος.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι η Δικαιοσύνη κινδυνεύει με πλήρη απαξίωση στην περίπτωση που επιλεγεί το σενάριο της επικοινωνιακής διαχείρισης της υπόθεσης (όπως συνέβη με την υπόθεση του Βατοπεδίου), με την παρούσα βουλή να προχωρα στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής και στην άσκηση διώξεως, με τη βεβαιότητα ότι το συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου δεν μπορεί, παρά να αποφανθεί ότι είναι παραγεγραμμένα τυχόν εγκλήματα που τέλεσε ο πρώην υπουργός. (εμείς τον παραπέμψαμε σε δίκη και η Δικαιοσύνη τον απάλλαξε.). Η απαξίωση στην περίπτωση αυτή θα έχει αντίκτυπο στην κοινωνία που θα είναι ανάλογο με την επικοινωνιακή -μέσω των καθεστωτικών μέσων- διαχείριση της ΔΗΘΕΝ μη παραγραφής.
Η άποψη πάντως ότι με βάση της παρούσες συνθήκες ο κ Παπακωνσταντίνου δεν μπορεί νομικά να παραπεμφθεί, ενισχύεται (και) από τη μεθόδευση προς την κατεύθυνση αυτή που καταγγέλλει ο Πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος, σύμφωνα με τον οποίο η δεύτερη προσφυγή στις κάλπες μεθοδεύτηκε, παρά το γεγονός ότι η τριτοκομματική κυβέρνηση μπορούσε να συσταθεί και χωρίς τη δεύτερη προσφυγή στις κάλπες, προκειμένου να παραγραφούν τα εγκλήματα της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου.
Εντύπωση στην υπόθεση αυτή προκαλούν και οι δημοσιογραφικές πληροφορίες που υπαινίσσονται ότι ο πρώην υπουργός είναι «φυγάς». Αναφέρομαι στα δημοσιεύματα που θέλουν τον κ Παπακωνσταντίνου να παρακολουθείται στενά από κλιμάκιο της ΕΥΠ (!) που βρίσκεται στην Ολλανδία, με αυστηρές εντολές για παρακολούθηση φυσική αλλά και σε επίπεδο τηλεπικοινωνιών του πρώην υπουργού. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα ενώ ο Γ. Παπακωνσταντίνου βρισκόταν στην Ολλανδία, το κινητό που χρησιμοποιούσε ελάμβανε σήμα από τις ελληνικές εταιρείες τηλεφωνίας, κάτι που σημαίνει ότι το είχε αφήσει σκόπιμα στην Αθήνα προκειμένου να παραπλανήσει τις υπηρεσίες. πηγή
Αν τα παραπάνω ευσταθούν, θα έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση που η βουλή προχωρήσει στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής και στην άσκηση διώξεως, αν ο πρώην υπουργός επιλέξει να απολογηθεί αυτοπροσώπως ή αν θα απολογηθεί δια υπομνήματος, όπως ο νόμος του επιτρέπει...
Προκειμένου πάντως να ληφθεί η σχετική απόφαση, έχω την αίσθηση ότι πρέπει να σταθμιστεί η περίοδος πλήρους συνταγματικής εκτροπής που διανύουμε, όπου σε συστημικές δίκες εισάγονται νομικές έννοιες όπως αυτή της «εν μέρει τελεσιδικίας», με το νομικό κόσμο να θρηνεί πάνω από το άψυχο σαρκίο του νομικού μας πολιτισμού. Θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν οι αποχρώσες περί «διάλυσης του σύμπαντος» ενδείξεις, με την ευθεία αμφισβήτηση θεσμών και δομών του κράτους που μέχρι χθες δε θα τολμούσες ούτε να διανοηθείς. Πρέπει τέλος να ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για την περίοδο επιβολής του δόγματος «the difference between law on the books and law in action» όπου η επίκληση του συντάγματος μοιάζει ολοένα και πιο γραφική .
Θα κλείσω με την τραγική της υπόθεσης ειρωνεία, με τον πρώην υπουργό να έχει σήμερα περισσότερο από ποτέ την ανάγκη επίκλησης και ορθής εφαρμογής ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (!!!) σε μια κρίσιμη για αυτόν στιγμή, που σπέρνοντας χθες ανέμους, καλείται σήμερα να θερίσει θύελλες.
Και ανάλογα με την τροπή που η υπόθεση του πρώην υπουργού θα πάρει, καλό θα ήταν να αποτελέσει δίδαγμα για όλους τους υπόλοιπους.
ΔΙΔΑΓΜΑ ΟΤΙ ΜΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου