16.2.11
Το τέλος της δημοκρατίας
AntistaChef |
του Ρούσσου Βρανά
Ενα κράτος µόνο όταν δεν είναι κυρίαρχο δέχεται να υποκύπτει συνεχώς στις πιέσεις των δανειστών του χωρίς να προβάλλει την παραµικρή αντίσταση. Η απόφαση µιας κυβέρνησης να εκχωρήσει την κυριαρχία της χώρας της, υποθηκεύοντας τον εθνικό πλούτο στους δανειστές της και ενεχυριάζοντας στο διηνεκές τον λαό της για την αποπληρωµή των χρεών της, δεν είναι µια οικονοµική αλλά µια πολιτική απόφαση.
Οι ιστορικοί της οικονοµίας µάς βεβαιώνουν πως η οικονοµία ήταν πάντα άρρηκτα δεµένη µε την πολιτική. Και πως η πολιτική επηρεάζει την οικονοµία. Ωστόσο, σε περιόδους οικονοµικών κρίσεων σαν κι αυτή που ζούµε, οι κυβερνήσεις συχνά επιχειρούν να ξεχωρίσουν αυτά τα δυο – όπως περίπου ο Καρτέσιος είχε επιχειρήσει να ξεχωρίσει το σώµα από τον νου – προκειµένου να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Στον πραγµατικό κόσµο όµως, αυτό που καθορίζει ποιος θα σωθεί (οι τραπεζίτες) και ποιος θα χαθεί (ο κοσµάκης), ποιος θα µείνει στον αφρό (ο δανειστής) και ποιος θα πάει στον πάτο (ο οφειλέτης), ποιος θα ανταµειφθεί (ο φοροφυγάς) και ποιος θα κυνηγηθεί (ο φορολογούµενος), τι θα τη γλιτώσει (οι βίλες) και τι θα ξεπουληθεί (η κρατική περιουσία) είναι οι πολιτικές αποφάσεις. Στο ερώτηµα ποιος θα υποστεί τη ζηµιά από την κρίση, η απάντηση είναι πάντα πολιτική.
Είτε µε κρίση είτε χωρίς, η απόφαση µιας κυβέρνησης να ανοίξει την οικονοµία της χώρας της σε άλλες χώρες είναι µια πολιτική απόφαση. Ακόµη και για µια µικρή χώρα, αυτό µπορεί να έχει οφέλη. Αυτά τα οφέλη όµως δεν είναι ποτέ δωρεάν. Το κόστος καταβάλλεται µε περιορισµό της οικονοµικής κυριαρχίας της, δηλαδή µε διάβρωση των αποκλειστικών προνοµίων της στις οικονοµικές δραστηριότητές της, στον πλούτο και στους φυσικούς πόρους της. Και αυτό πιστοποιείται σήµερα από την εκτεταµένη ανάµειξη του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου στις εσωτερικές οικονοµικές υποθέσεις ολοένα και περισσότερων χωρών, µε πρόσχηµα τα χρέη τους. Έτσι, αυτά τα κράτη οδηγούνται σε απώλεια της οικονοµικής κυριαρχίας τους, σε µια µορφή νεοαποικιοκρατίας. Ισχυρές κρατικές οντότητες, όπως οι ΗΠΑ και η Γερµανία, εκµεταλλεύονται την κυρίαρχη οικονοµική θέση τους για να περιορίσουν την οικονοµική κυριαρχία των άλλων χωρών. Και αποφάσεις που κάποτε λαµβάνονταν στο εσωτερικό µιας χώρας, από την κυβέρνησή της ή από τη βουλή της, σήµερα λαµβάνονται από υπερεθνικούς Λεβιάθαν.
Το πρόβληµα µε την εκχώρηση της οικονοµικής κυριαρχίας δεν είναι µόνο ο τραυµατισµός του εθνικού αισθήµατος. «Αυτή η εκχώρηση οδηγεί αυτόµατα στο τέλος της δηµοκρατίας, παρά την ύπαρξη δηµοκρατικών θεσµών» λέει ο πολιτικός αναλυτής Μπορίς Καγκαρλίτσκι. «Όσο κι αν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τη βούλησή τους, δεν επηρεάζουν πια τις αποφάσεις που λαµβάνει η κυβέρνηση. Η κυβέρνηση µπορεί να καταστέλλει τον λαό που εξεγείρεται, αλλά αυτή η καταστολή δεν µπορεί να ανορθώσει µια οικονοµία που καταστρέφεται µπροστά στα µάτια του από λανθασµένες πολιτικές».
από Τα Νέα
Ενα κράτος µόνο όταν δεν είναι κυρίαρχο δέχεται να υποκύπτει συνεχώς στις πιέσεις των δανειστών του χωρίς να προβάλλει την παραµικρή αντίσταση. Η απόφαση µιας κυβέρνησης να εκχωρήσει την κυριαρχία της χώρας της, υποθηκεύοντας τον εθνικό πλούτο στους δανειστές της και ενεχυριάζοντας στο διηνεκές τον λαό της για την αποπληρωµή των χρεών της, δεν είναι µια οικονοµική αλλά µια πολιτική απόφαση.
Οι ιστορικοί της οικονοµίας µάς βεβαιώνουν πως η οικονοµία ήταν πάντα άρρηκτα δεµένη µε την πολιτική. Και πως η πολιτική επηρεάζει την οικονοµία. Ωστόσο, σε περιόδους οικονοµικών κρίσεων σαν κι αυτή που ζούµε, οι κυβερνήσεις συχνά επιχειρούν να ξεχωρίσουν αυτά τα δυο – όπως περίπου ο Καρτέσιος είχε επιχειρήσει να ξεχωρίσει το σώµα από τον νου – προκειµένου να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Στον πραγµατικό κόσµο όµως, αυτό που καθορίζει ποιος θα σωθεί (οι τραπεζίτες) και ποιος θα χαθεί (ο κοσµάκης), ποιος θα µείνει στον αφρό (ο δανειστής) και ποιος θα πάει στον πάτο (ο οφειλέτης), ποιος θα ανταµειφθεί (ο φοροφυγάς) και ποιος θα κυνηγηθεί (ο φορολογούµενος), τι θα τη γλιτώσει (οι βίλες) και τι θα ξεπουληθεί (η κρατική περιουσία) είναι οι πολιτικές αποφάσεις. Στο ερώτηµα ποιος θα υποστεί τη ζηµιά από την κρίση, η απάντηση είναι πάντα πολιτική.
Είτε µε κρίση είτε χωρίς, η απόφαση µιας κυβέρνησης να ανοίξει την οικονοµία της χώρας της σε άλλες χώρες είναι µια πολιτική απόφαση. Ακόµη και για µια µικρή χώρα, αυτό µπορεί να έχει οφέλη. Αυτά τα οφέλη όµως δεν είναι ποτέ δωρεάν. Το κόστος καταβάλλεται µε περιορισµό της οικονοµικής κυριαρχίας της, δηλαδή µε διάβρωση των αποκλειστικών προνοµίων της στις οικονοµικές δραστηριότητές της, στον πλούτο και στους φυσικούς πόρους της. Και αυτό πιστοποιείται σήµερα από την εκτεταµένη ανάµειξη του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου στις εσωτερικές οικονοµικές υποθέσεις ολοένα και περισσότερων χωρών, µε πρόσχηµα τα χρέη τους. Έτσι, αυτά τα κράτη οδηγούνται σε απώλεια της οικονοµικής κυριαρχίας τους, σε µια µορφή νεοαποικιοκρατίας. Ισχυρές κρατικές οντότητες, όπως οι ΗΠΑ και η Γερµανία, εκµεταλλεύονται την κυρίαρχη οικονοµική θέση τους για να περιορίσουν την οικονοµική κυριαρχία των άλλων χωρών. Και αποφάσεις που κάποτε λαµβάνονταν στο εσωτερικό µιας χώρας, από την κυβέρνησή της ή από τη βουλή της, σήµερα λαµβάνονται από υπερεθνικούς Λεβιάθαν.
Το πρόβληµα µε την εκχώρηση της οικονοµικής κυριαρχίας δεν είναι µόνο ο τραυµατισµός του εθνικού αισθήµατος. «Αυτή η εκχώρηση οδηγεί αυτόµατα στο τέλος της δηµοκρατίας, παρά την ύπαρξη δηµοκρατικών θεσµών» λέει ο πολιτικός αναλυτής Μπορίς Καγκαρλίτσκι. «Όσο κι αν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τη βούλησή τους, δεν επηρεάζουν πια τις αποφάσεις που λαµβάνει η κυβέρνηση. Η κυβέρνηση µπορεί να καταστέλλει τον λαό που εξεγείρεται, αλλά αυτή η καταστολή δεν µπορεί να ανορθώσει µια οικονοµία που καταστρέφεται µπροστά στα µάτια του από λανθασµένες πολιτικές».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου