18.2.12
Ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος3
Μετά το δεύτερο μνημόνιο, βαδίζοντας ολοταχώς προς το τρίτο και φαρμακερό. Πριν έρθει ο Ιούνιος που όπως είπαν θα μας εγκαταλείψουν στην τύχη μας. Χα, αφού βέβαια πρώτα περάσουμε από την 23η Μαρτίου τρέχοντος έτους που θα πτωχεύσουμε οριστικά και αμετάκλητα. Και μετά την πεταπήδηση του Μπουμπούκου και του τσεκουροφόρου Βορίδη στην αγκαλιά του απέλειπε ο θεός Αντώνιο… Και μετά την θορυβώδη γαργάρα του Τζαβάρα περί αντιστάσεως στην μνημονική πολιτική κάτω από τον ψυχικό καταναγκασμό για να μη φαει διαγραφή… Και μετά σσσς….του τσαμπουκά του Προέδρου στο προφορικό κι όχι στο επίσημο εναντίον Σόϊμπλε, Ολλανδών, Φιλανδών και λησμονώντας το Λουξεμβούργο, την τρόικα, την Μέρκελ κι εκείνο το μεταλλαγμένο πράγμα τον Φιλίπ Ρέσλερ, για να μη θυμίσουμε και τον άλλον που είναι παντρεμένος με άντρα, που θα μπορούσε και γι αυτόν κάτι να πει, αλλά δεν είπε. Και ακόμη, μη γνωρίζοντας που θα καταλήξει τελικά ο Πλεύρης, πω πω πρόβλημα… Οι δυο άστεγοι καθισμένοι στο παγκάκι της πλατείας της πρωτεύουσας, κάτω από το Δημαρχιακό Μέγαρο, είχαν πέσει στη σιωπή. Ο Φευγάτος σκεπασμένος με την κουβέρτα είχε το κεφάλι του σχεδόν μέσα στα σκέλια. Ο Σαρκαστής τον κοίταξε.
- Τι έχεις ρε; Είπε τρυφερά. Κρυώνεις;
- Όχι.
- Τότε;
- Νιώθω μια νομισματική αστάθεια.
- Που σου…Και σου είχα πει πούλα, αλλά εσύ αγόραζες, κυριευμένος από την απληστία, κάτσε τώρα εδώ, είπε αρπαγμένος ο Σαρκαστής.
- Νομισματική σου είπα κι όχι μετοχική. Τις μετοχές τις πούλησα το ’99 με το κραχ. Διαμαρτυρήθηκε ο Φευγάτος.
- Και πόσα πήρες; Ρώτησε ανασηκώνοντας το δεξί φρύδι ο Σαρκαστής, πολλά;
- Ουουου, μου έδωσε ο χρηματιστής μου δυο καρπαζιές και μια τυρόπιτα.
- Τυχερέ, σε μένα ο δικός μου, μου έδωσε ένα σκέτο πατατάκι. Γέλα ρε συ, περασμένα και καταγραμμένα. Πόσα λεφτά έχεις τώρα στην τσέπη σου;
- Τρία μονόλεπτα.
- Μάγκα με τρως, εγώ έχω δύο.
- Επιτέλους, είπε ο Φευγάτος γινόμαστε ανταγωνιστικοί.
- Για πες μου όμως, είπε ο Σαρκαστής και σοβαρεύτηκε, με ποιο νόμισμα είσαι, με την δραχμή ή με το ευρό;
- Με το τηγανιτό αυγό, είπε ο Φευγάτος και ανασήκωσε το κεφάλι του. Μου μύρισε…
- Ο Καμίνης είναι, φτιάχνει κολατσιό κι άνοιξε το παράθυρο να ξεμυρίσει το γραφείο.
- Α…
Κι έγινε σιωπή στην πλατεία, παρ΄ όλο που ο κόσμος ήταν πολύς και οι άλλοι άστεγοι μιλιούνια. Και οι μεν άστεγοι δεν μιλούσαν γιατί ντρέπονταν κι ούτε ο κόσμος μιλούσε, γιατί βλέποντας τους άστεγους, του κοβόταν η φωνή από τον εσωτερικό τρόμο, πως όπου να είναι θα ερχόταν και η σειρά τους. Έβλεπαν το όραμα της μιας κουβέρτας και της μιας χαρτόκουτας, κάτω από τη μυρουδιά του τηγανιτού αυγού να βγαίνει από το παράθυρο του οποιουδήποτε Καμίνη. Κι αυτό θα ήταν το θαυμαστό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, που επιφυλασσόταν για την δύσμοιρη πατρίδα, χάρη στους νενέκους πολιτικούς της.
- … Στους οσφυοκάμπτες, είπε δυνατά και θυμωμένος ο Σαρκαστής.
Ο Φευγάτος στράφηκε και τον κοίταξε.
- Πάλι με τον Μπένυ τα έχεις; Αφού σου είπα, παρ’ όλο το λίπος του προσπαθεί να μας σώσει.
Με την τελευταία λέξη, κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Το βλέμμα τους πέρασε πάνω από τις κουβέρτες που έπεφταν από τους ώμους τους… στα χέρια τους, που ήταν μελανιασμένα από το κρύο… με τα κοκαλιασμένα δάχτυλα…
Ο Φευγάτος πρώτος έσπασε την σιωπή.
- Έβγαλες χιονίστρες;
Ο Σαρκαστής έκανε μια ενστικτώδη κίνηση προσπαθώντας να κρύψει τα χέρια του.
- Από τη δεκαετία του ’50 είχα να το πάθω…Δεν είναι τίποτα, είπε σιγανά, χάνοντας προσωρινά το σαρκαστικό πνεύμα του, αν δεν κατόρθωσε να μας σώσει ο Μπένυ, τουλάχιστον μας έφερε πλήθος αναμνήσεις, χιονίστρες, πείνα, ξενιτιά, κρύο, βροχή, χαλάζι και αηδία, πολύ αηδία. Είπε δυνατά.
Και τότε ακούστηκε το τσιτσίρισμα του δεύτερου τηγανιτού αυγού, που ερχόταν από το ολάνοιχτο παράθυρο του Δημαρχιακού Μεγάρου.
- Κι ο Καμίνης το έλυσε το δίλημμα – δραχμή ή ευρό – είπε ο Σαρκαστής και χασκογέλασε. Του έχει μείνει βέβαια άλλο ένα δίλημμα, πρόσθεσε με το γνωστό του ύφος.
- Ποιο, ρώτησε ο Φευγάτος.
- Στους πόσους βαθμούς θερμοκρασία θα μας πετάει έξω από το κλειστό γήπεδο. Πάνω από το μηδέν. Κάτω από το μηδέν. Όταν δεν βρέχει… Ή όταν βρέχει… Για να πλυθούμε… Πού θα πάει, θα το λύσει.
Και η νύχτα αργά και σταθερά έπεσε πάνω στην πρωτεύουσα κι όλα έγιναν ανώνυμες σκιές και ήρθε η σιωπή, και δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα δόντια όταν χτυπιούνται μεταξύ τους, από το κρύο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου