19.12.13
Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Ψευδαίσθηση η επιστροφή στις αγορές μετά το ’14
«Μαύρα
μαντάτα» έστειλε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σε έκθεσή του για
την πορεία του δημοσίου χρέους μετά το τέλος του Μνημονίου το 2014. Όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα
επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις
ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες.Διαβάστε εδώ την έκθεσηΤο
Γραφείο Προϋπολογισμού, υπό τον συντονισμό του καθηγητή κ. Π.
Λιαργκόβα, επισημαίνει, εξάλλου, ότι από το β’ εξάμηνο του 2014 που θα
έχει καταβληθεί και η τελευταία δόση από τους πιστωτές, «οι πόροι που
διαθέτει η χώρα δεν θα επαρκούν για να καλύψει τις υποχρεώσεις προς
πληρωμή των τόκων για τα δάνεια που έχει λάβει». Ειδικότερα,
υποστηρίζεται ότι «δεν θα επαρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα (= περίσσευμα
φόρων πάνω από τις δαπάνες) για την πληρωμή των τόκων».
Νέος δανεισμός και νέα μέτρα;
Όπως εξηγείται, η διαφορά μεταξύ τόκων και πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το «δημοσιονομικό κενό» το οποίο υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα πολιτική προσαρμογής. «Αν η τελευταία αλλάξει, π.χ. αν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, τότε ceteris paribus (σ.σ. κρατώντας όλα τα άλλα σταθερά) το κενό γίνεται μεγαλύτερο και μαζί του οι δανειακές ανάγκες», επισημαίνεται, ενώ το ίδιο ισχύει αν υπάρξει υστέρηση των φορολογικών εσόδων. Το ΔΝΤ προβλέπει ένα «δημοσιονομικό κενό» 4.4 δις € προς τα τέλη 2014 και επιπλέον 6.5 δις € το 2015, συνολικά 11 δις €. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το κενό είναι μικρότερο, ελπίζοντας ότι θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2.83 δις €. «Όπως και να διαμορφωθεί τελικά, το ΄΄κενό΄΄ θα πρέπει να καλυφθεί, πράγμα που μπορεί να γίνει με νέο δανεισμό, μείωση των επιτοκίων και νέα μέτρα ή με ένα συνδυασμό όλων αυτών. Η κυβέρνηση αποκλείει νέα μέτρα», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Μάλιστα σημειώνεται ότι το «κενό» διευρύνεται αν προσθέσουμε τις δαπάνες πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών και τότε μετονομάζεται σε «χρηματοδοτικό κενό». Και τεκμαίρεται ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι εύκολο να δανεισθεί με λογικούς όρους από τις αγορές για να καλύψει το ΄΄κενό΄΄ αυτό, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια».
Μορατόριουμ
Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής «μια συμφωνία για νέα δάνεια στήριξης ή και άλλες διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίων κλπ) είναι η πιθανότερη λύση με τα σημερινά δεδομένα», κάτι που προβλέπεται άλλωστε και στη δήλωση της Ευρωομάδας. «Επίσης και συναφώς, η ελληνική πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει μέρος του δημοσιονομικού κενού με διάφορους τρόπους εκτός δανεισμού από τους εταίρους, ένας από τους οποίους είναι η προσφυγή στις «αγορές». Όπως αναφέρει η έκθεση «η Τρόικα για τους δικούς της λόγους την παρακινεί προς αυτή την κατεύθυνση» και επισημαίνεται ότι «μια νέα δανειακή σύμβαση για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού δίνει μόνο προσωρινή λύση για ένα-δύο χρόνια» και «ουσιαστικά αναβάλλει την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που είναι ο όγκος του Δημόσιου Χρέους της χώρας».
Περί βιωσιμότητας του χρέους
Η βασική παραδοχή των μελών της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «το χρέος δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει ΄΄βιώσιμο΄΄ ως το 2020 ή 2027 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (=δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση (=νέο «κούρεμα») ή και αναδιάταξη (=επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής χρεών) και άλλες διευκολύνσεις». Και σημειώνουν ότι «η εξυπηρέτηση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο μόνο με τις δικές μας δυνάμεις προϋποθέτει ένα συνδυασμό ρυθμών μεγέθυνσης και πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια που όμως δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα επιτευχθούν. Θα προϋπέθετε επίσης δυνατότητα ανα-χρηματοδότησης από τις αγορές με ανεκτούς όρους».
Επίσης, εκτιμούν ότι η προοπτική των διευκολύνσεων στην εξυπηρέτηση του χρέους δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Έχει μεγάλη σημασία πόσα μπορεί η χώρα να δίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι προτεινόμενες διευκολύνσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε μια συνολική λύση του προβλήματος του χρέους. Αν π.χ. συμφωνηθεί ένα moratorium (=διακοπή της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων) για 4-5 ή και περισσότερα χρόνια, τα αντίστοιχα ποσά θα μπορούσαν να επενδυθούν». Όπως αναφέρεται στην έκθεση «ένα σχετικό επενδυτικό πρόγραμμα που θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας θα έπρεπε βέβαια να συμφωνηθεί με την ΕΕ, θα έδινε ερεθίσματα για ανάκαμψη και μείωση της ανεργίας αν και δεν θα έλυνε το πρόβλημα αυτό». «Το σπουδαιότερο είναι ότι θα άλλαζε το κλίμα. Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα έπνιγε την οικονομία μας».
Όχι επ’ άπειρον δανεισμός
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι «αν η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση της αποπληρωμής χρεών (= παράταση των ωριμάνσεων) θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές για να καλύψει υποχρεώσεις χρεολυσίων με λογικούς όρους». Η άποψη του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «μολονότι η αποπληρωμή του Δημόσιου Χρέους μέσω νέου δανεισμού (π.χ. από την ΕΚΤ ή το ΕΤΣ) δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες». Μόνο για τα χρεολύσια, οι απαιτήσεις τα επόμενα χρόνια ανέρχονται σε 70,5 δις € και κατά την εκτίμησή τους, «οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για μια οριστική λύση του προβλήματος και αφήνουν την Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας».
Δαμόκλειος σπάθη το χρέος
«Το χρέος θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την επιστροφή στις αγορές», υπογραμμίζεται.
Οι εκτιμήσεις για την πορεία του δημοσίου χρέους είναι οι εξής: στο τέλος του 2013 θα ανέλθει σε 321 δις € ή 175.5% του ΑΕΠ, το οποίο το 2013 εκτιμάται ότι θα μειωθεί δραματικά στα 183 δις €, γεγονός που εξηγεί και την άνοδο του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε σχέση με το 2012 (304 δις € ή 156.9%). Το επόμενο έτος 2014 προβλέπεται ότι θα μειωθεί στα 319 δις € ή 174.5% του ΑΕΠ. «Επομένως, από τη σκοπιά αυτή, η χώρα είναι σε χειρότερη θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του Δημοσίου Χρέους της αφού έχει καταρρεύσει η παραγωγική της βάση σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία. Επιπλέον: Ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος ενός λόγου χρέους 124% ΑΕΠ έως το 2020 η κατάσταση δεν θα είναι διατηρήσιμη!», τονίζεται.
Δυσμενείς οι προοπτικές
Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι «η επίτευξη και κυρίως η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον (πάνω σε μια εξασθενισμένη οικονομία) είναι σχεδόν αδύνατη». Και επίσης ότι «οι προοπτικές μεγέθυνσης της χώρας είναι δυσμενείς, παρά τις επίσημα διατυπωμένες προσδοκίες για ανάκαμψη το 2014 λόγω ασθενούς εξαγωγικής βάσης (που αναπτυσσόμενη θα παρέσυρε όλη την οικονομία), πολιτικών αβε-βαιοτήτων, συνεχιζόμενης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (λιτότητας), υπερβολικά υψηλού λόγου χρέους κλπ.». «Προς το παρόν η αριθμητική του χρέους είναι εναντίον της. Ούτε μπορεί κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων», τονίζεται.
Αποτρεπτική η δυναμική του χρέους
Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνουν οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού «η χώρα είναι αδύνατο να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίου για να αναχρηματοδο-τήσει το τεράστιο χρέος της με λογικούς όρους», καθώς «το μέγεθός του θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πιθανούς δανειστές». Πάντως, θεωρούν ότι «η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση του χρέους εξαρτάται (και) από την αξιοπιστία της χώρας, η οποία με τη σειρά της μετράται με την εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής μας, των μεταρρυθμίσεων και της αξιοποίησης των φυσικών πόρων». Κάτι που ισχύει και για τις προβλεπόμενες ανάγκες για περαιτέρω στήριξη μετά το 2014. Και συμπεραίνεται ότι «όσο καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις και άλλες αποφάσεις, η οικονομική κατάσταση θα επιβαρύνεται και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες θα ελαχιστοποιούνται». «Θα ήταν μια χρήσιμη έκπληξη και θα βελτίωνε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας η έγκαιρη εκπλήρωση των πιο κρίσιμων προαπαιτούμενων», υπογραμμίζεται.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 09/10/2013Όπως εξηγείται, η διαφορά μεταξύ τόκων και πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το «δημοσιονομικό κενό» το οποίο υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα πολιτική προσαρμογής. «Αν η τελευταία αλλάξει, π.χ. αν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, τότε ceteris paribus (σ.σ. κρατώντας όλα τα άλλα σταθερά) το κενό γίνεται μεγαλύτερο και μαζί του οι δανειακές ανάγκες», επισημαίνεται, ενώ το ίδιο ισχύει αν υπάρξει υστέρηση των φορολογικών εσόδων. Το ΔΝΤ προβλέπει ένα «δημοσιονομικό κενό» 4.4 δις € προς τα τέλη 2014 και επιπλέον 6.5 δις € το 2015, συνολικά 11 δις €. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το κενό είναι μικρότερο, ελπίζοντας ότι θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2.83 δις €. «Όπως και να διαμορφωθεί τελικά, το ΄΄κενό΄΄ θα πρέπει να καλυφθεί, πράγμα που μπορεί να γίνει με νέο δανεισμό, μείωση των επιτοκίων και νέα μέτρα ή με ένα συνδυασμό όλων αυτών. Η κυβέρνηση αποκλείει νέα μέτρα», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Μάλιστα σημειώνεται ότι το «κενό» διευρύνεται αν προσθέσουμε τις δαπάνες πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών και τότε μετονομάζεται σε «χρηματοδοτικό κενό». Και τεκμαίρεται ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι εύκολο να δανεισθεί με λογικούς όρους από τις αγορές για να καλύψει το ΄΄κενό΄΄ αυτό, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια».
Μορατόριουμ
Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής «μια συμφωνία για νέα δάνεια στήριξης ή και άλλες διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίων κλπ) είναι η πιθανότερη λύση με τα σημερινά δεδομένα», κάτι που προβλέπεται άλλωστε και στη δήλωση της Ευρωομάδας. «Επίσης και συναφώς, η ελληνική πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει μέρος του δημοσιονομικού κενού με διάφορους τρόπους εκτός δανεισμού από τους εταίρους, ένας από τους οποίους είναι η προσφυγή στις «αγορές». Όπως αναφέρει η έκθεση «η Τρόικα για τους δικούς της λόγους την παρακινεί προς αυτή την κατεύθυνση» και επισημαίνεται ότι «μια νέα δανειακή σύμβαση για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού δίνει μόνο προσωρινή λύση για ένα-δύο χρόνια» και «ουσιαστικά αναβάλλει την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που είναι ο όγκος του Δημόσιου Χρέους της χώρας».
Περί βιωσιμότητας του χρέους
Η βασική παραδοχή των μελών της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «το χρέος δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει ΄΄βιώσιμο΄΄ ως το 2020 ή 2027 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (=δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση (=νέο «κούρεμα») ή και αναδιάταξη (=επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής χρεών) και άλλες διευκολύνσεις». Και σημειώνουν ότι «η εξυπηρέτηση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο μόνο με τις δικές μας δυνάμεις προϋποθέτει ένα συνδυασμό ρυθμών μεγέθυνσης και πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια που όμως δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα επιτευχθούν. Θα προϋπέθετε επίσης δυνατότητα ανα-χρηματοδότησης από τις αγορές με ανεκτούς όρους».
Επίσης, εκτιμούν ότι η προοπτική των διευκολύνσεων στην εξυπηρέτηση του χρέους δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Έχει μεγάλη σημασία πόσα μπορεί η χώρα να δίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι προτεινόμενες διευκολύνσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε μια συνολική λύση του προβλήματος του χρέους. Αν π.χ. συμφωνηθεί ένα moratorium (=διακοπή της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων) για 4-5 ή και περισσότερα χρόνια, τα αντίστοιχα ποσά θα μπορούσαν να επενδυθούν». Όπως αναφέρεται στην έκθεση «ένα σχετικό επενδυτικό πρόγραμμα που θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας θα έπρεπε βέβαια να συμφωνηθεί με την ΕΕ, θα έδινε ερεθίσματα για ανάκαμψη και μείωση της ανεργίας αν και δεν θα έλυνε το πρόβλημα αυτό». «Το σπουδαιότερο είναι ότι θα άλλαζε το κλίμα. Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα έπνιγε την οικονομία μας».
Όχι επ’ άπειρον δανεισμός
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι «αν η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση της αποπληρωμής χρεών (= παράταση των ωριμάνσεων) θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές για να καλύψει υποχρεώσεις χρεολυσίων με λογικούς όρους». Η άποψη του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «μολονότι η αποπληρωμή του Δημόσιου Χρέους μέσω νέου δανεισμού (π.χ. από την ΕΚΤ ή το ΕΤΣ) δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες». Μόνο για τα χρεολύσια, οι απαιτήσεις τα επόμενα χρόνια ανέρχονται σε 70,5 δις € και κατά την εκτίμησή τους, «οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για μια οριστική λύση του προβλήματος και αφήνουν την Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας».
Δαμόκλειος σπάθη το χρέος
«Το χρέος θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την επιστροφή στις αγορές», υπογραμμίζεται.
Οι εκτιμήσεις για την πορεία του δημοσίου χρέους είναι οι εξής: στο τέλος του 2013 θα ανέλθει σε 321 δις € ή 175.5% του ΑΕΠ, το οποίο το 2013 εκτιμάται ότι θα μειωθεί δραματικά στα 183 δις €, γεγονός που εξηγεί και την άνοδο του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε σχέση με το 2012 (304 δις € ή 156.9%). Το επόμενο έτος 2014 προβλέπεται ότι θα μειωθεί στα 319 δις € ή 174.5% του ΑΕΠ. «Επομένως, από τη σκοπιά αυτή, η χώρα είναι σε χειρότερη θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του Δημοσίου Χρέους της αφού έχει καταρρεύσει η παραγωγική της βάση σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία. Επιπλέον: Ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος ενός λόγου χρέους 124% ΑΕΠ έως το 2020 η κατάσταση δεν θα είναι διατηρήσιμη!», τονίζεται.
Δυσμενείς οι προοπτικές
Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι «η επίτευξη και κυρίως η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον (πάνω σε μια εξασθενισμένη οικονομία) είναι σχεδόν αδύνατη». Και επίσης ότι «οι προοπτικές μεγέθυνσης της χώρας είναι δυσμενείς, παρά τις επίσημα διατυπωμένες προσδοκίες για ανάκαμψη το 2014 λόγω ασθενούς εξαγωγικής βάσης (που αναπτυσσόμενη θα παρέσυρε όλη την οικονομία), πολιτικών αβε-βαιοτήτων, συνεχιζόμενης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (λιτότητας), υπερβολικά υψηλού λόγου χρέους κλπ.». «Προς το παρόν η αριθμητική του χρέους είναι εναντίον της. Ούτε μπορεί κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων», τονίζεται.
Αποτρεπτική η δυναμική του χρέους
Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνουν οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού «η χώρα είναι αδύνατο να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίου για να αναχρηματοδο-τήσει το τεράστιο χρέος της με λογικούς όρους», καθώς «το μέγεθός του θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πιθανούς δανειστές». Πάντως, θεωρούν ότι «η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση του χρέους εξαρτάται (και) από την αξιοπιστία της χώρας, η οποία με τη σειρά της μετράται με την εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής μας, των μεταρρυθμίσεων και της αξιοποίησης των φυσικών πόρων». Κάτι που ισχύει και για τις προβλεπόμενες ανάγκες για περαιτέρω στήριξη μετά το 2014. Και συμπεραίνεται ότι «όσο καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις και άλλες αποφάσεις, η οικονομική κατάσταση θα επιβαρύνεται και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες θα ελαχιστοποιούνται». «Θα ήταν μια χρήσιμη έκπληξη και θα βελτίωνε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας η έγκαιρη εκπλήρωση των πιο κρίσιμων προαπαιτούμενων», υπογραμμίζεται.
http://www.tovima.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου