14.1.09
"Ένα κακό φεγγάρι ανατέλλει." Aπο το Νεο alienbox.blogspot.com
Ένα τεράστιο σμήνος είναι μαζεμένο στην άκρη μιας απρόσιτης προβλήτας. Κανένας δεν μιλάει. Άπειρα μάτια προσηλωμένα μέσα σε μαύρα καλύμματα κεφαλιού, σπινθηροβολήζουν κόκκινα σαν μια χούφτα κάρβουνα. Τραγουδούν ένα απόκοσμο κομμάτι, συλλαβή-συλλαβή, ξανά σε τροχιά και από την άκρη του κόκκινου χείλους μελένιο σάλιο ποτίζει την έρημο.
Φορείο της απόλαυσης του νου, το χαμένο κομμάτι του τραγουδιού , μεταφέρουν τον πόνο πάνω σε κομμάτι ξύλου σκαλισμένο μόνο από ήχους.
Το κοπάδι πετάει από τα συννεφιασμένα βάθη του πέτρινου ωκεανού στα τρικυμιώδη ύψη του παγωμένου κενού. Πώς μπορεί να χορεύει σε μια τέλεια αρμονία? Κολυμπάει σε σχηματισμούς φωτιάς, σπάει σε χίλια κομμάτια και χάνεται, και είναι καμιά φορά σαν το βέλος σε εκείνες τις υγρές ζούγκλες, που διαπερνάει τα χαμηλά κολλώδη βαθυπράσινα βατόμουρα, ο θρόνος για τον άρχοντα των σκαθαριών, γλιστρώντας σαν χάδι απαλά μέσα από τα χτεσινοβραδινά πιτσιλωτά, σαν άγρια άλογα, μανιτάρια, και συνεχίζει το ταξίδι του θανάτου βαθιά τρυπώντας βάναυσα την μαλακή, καθαρή από την γλώσσα της μάνας, γούνα, του μωρού αλιγάτορα, μέχρι να σπάσει το τελευταίο κουδούνισμα της καρδιάς. Μα τι στιγμή! Όλα περιστρέφονται σαν πλανήτες πάνω από μια λευκή σαν γάλα βουβαλιού, μαύρη τρύπα, σαν αιώνιος ηνίοχος του λυπημένου Σεθ και μια απεγνωσμένη προσπάθεια του
Απέπ να σπάσει το κομμάτι του ήλιου που δείχνει τον δρόμο στα γέρικα πουλιά.
Κάθομαι κάτω από μια λίμνη και νιώθω τα κύματα να με πασαλείβουν σαν μητρικά χάδια.
Ονειρεύομαι πως ,τάχα, ένα σκοτεινό πρωινό μέσα σε μια ζεστή φωλιά πουλιού, με επισκέφτηκε ένα φίδι κρατώντας ένα βάζο, διάφανο, γεμάτο πλάσματα νεκρά, που σαλεύανε με το κούνημα του ανοιξιάτικου αέρα. Πιές, μου είπε. Και εκείνη την στιγμή, άνοιξε το ασημένιο του καπάκι και μια μυρωδιά τριαντάφυλλου έλουσε τα κομμάτια λάσπης, απλώθηκε με χάρη πάνω στο δάσος, τόσο , που η καρδιά μου άνοιξε το στήθος μου να ανασάνει και όπως σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά από την πρωτόγνωρη ηδονή, είδα το σμήνος να με κοιτάει σαν ένα τεράστιο αυστηρό μάτι.
Φοράω άχυρα στις τσιμεντένιες πλάκες, τριγυρνάω στην καινούργια πόλη στην άκρη του κόσμου. Χορεύω μέρες τώρα, καπνός από τσιγάρα, πλοία ταξιδεύουν στον αέρα και όπως σκύβω μπροστά, σκλάβος στον ρυθμό, μια αγέλη ιερά μυρμήγκια, κρεμασμένα σε μια σπηλιά με ονειρεύονται.
Χορεύω.
Αν κάνω λάθος τον ρυθμό, θα τα ξυπνήσω και τότε θα παραταχθούν σε λεγεώνες, σαν στρατιές πολεμιστών και θα με κυνηγήσουν. Μόνο χορεύω. Προσέχω να μην κάνω λάθος.
Φορείο της απόλαυσης του νου, το χαμένο κομμάτι του τραγουδιού , μεταφέρουν τον πόνο πάνω σε κομμάτι ξύλου σκαλισμένο μόνο από ήχους.
Το κοπάδι πετάει από τα συννεφιασμένα βάθη του πέτρινου ωκεανού στα τρικυμιώδη ύψη του παγωμένου κενού. Πώς μπορεί να χορεύει σε μια τέλεια αρμονία? Κολυμπάει σε σχηματισμούς φωτιάς, σπάει σε χίλια κομμάτια και χάνεται, και είναι καμιά φορά σαν το βέλος σε εκείνες τις υγρές ζούγκλες, που διαπερνάει τα χαμηλά κολλώδη βαθυπράσινα βατόμουρα, ο θρόνος για τον άρχοντα των σκαθαριών, γλιστρώντας σαν χάδι απαλά μέσα από τα χτεσινοβραδινά πιτσιλωτά, σαν άγρια άλογα, μανιτάρια, και συνεχίζει το ταξίδι του θανάτου βαθιά τρυπώντας βάναυσα την μαλακή, καθαρή από την γλώσσα της μάνας, γούνα, του μωρού αλιγάτορα, μέχρι να σπάσει το τελευταίο κουδούνισμα της καρδιάς. Μα τι στιγμή! Όλα περιστρέφονται σαν πλανήτες πάνω από μια λευκή σαν γάλα βουβαλιού, μαύρη τρύπα, σαν αιώνιος ηνίοχος του λυπημένου Σεθ και μια απεγνωσμένη προσπάθεια του
Απέπ να σπάσει το κομμάτι του ήλιου που δείχνει τον δρόμο στα γέρικα πουλιά.
Κάθομαι κάτω από μια λίμνη και νιώθω τα κύματα να με πασαλείβουν σαν μητρικά χάδια.
Ονειρεύομαι πως ,τάχα, ένα σκοτεινό πρωινό μέσα σε μια ζεστή φωλιά πουλιού, με επισκέφτηκε ένα φίδι κρατώντας ένα βάζο, διάφανο, γεμάτο πλάσματα νεκρά, που σαλεύανε με το κούνημα του ανοιξιάτικου αέρα. Πιές, μου είπε. Και εκείνη την στιγμή, άνοιξε το ασημένιο του καπάκι και μια μυρωδιά τριαντάφυλλου έλουσε τα κομμάτια λάσπης, απλώθηκε με χάρη πάνω στο δάσος, τόσο , που η καρδιά μου άνοιξε το στήθος μου να ανασάνει και όπως σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά από την πρωτόγνωρη ηδονή, είδα το σμήνος να με κοιτάει σαν ένα τεράστιο αυστηρό μάτι.
Φοράω άχυρα στις τσιμεντένιες πλάκες, τριγυρνάω στην καινούργια πόλη στην άκρη του κόσμου. Χορεύω μέρες τώρα, καπνός από τσιγάρα, πλοία ταξιδεύουν στον αέρα και όπως σκύβω μπροστά, σκλάβος στον ρυθμό, μια αγέλη ιερά μυρμήγκια, κρεμασμένα σε μια σπηλιά με ονειρεύονται.
Χορεύω.
Αν κάνω λάθος τον ρυθμό, θα τα ξυπνήσω και τότε θα παραταχθούν σε λεγεώνες, σαν στρατιές πολεμιστών και θα με κυνηγήσουν. Μόνο χορεύω. Προσέχω να μην κάνω λάθος.
Εδώ τα λάθη δεν μυρίζουν τριαντάφυλλο, εδώ τα σμήνη δεν τραγουδούν, εδώ ο αέρας είναι βρώμικος. Χορεύω και βλέπω μπροστά μου φυλές από τα βάθη της Αυστραλίας να ταΐζουν τις φωλιές. Ασβεστωμένα κορμιά, φωτιές πιο δυνατές από τον αγέρα, φυσούν μυστικά μέσα στην γη. Κραδασμοί, σεισμοί, βροχές, ήλιος , άνοιξη και η γέννηση.
Τρέχω. Δεν είμαι από εδώ, κάποιος φωνάζει.
Απόγευμα.
Ένα μικρό πηγάδι με οδηγεί. Κοιτάζω στο βάθος, την εικόνα του χαμόγελου που έμεινε ίδιο από πάντα.
Ιστορίες από το http://alienbox.blogspot.com
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου