27.2.12
Δορίκτητος Ελλάς.
Αχ πατρίδα, αλήθεια είσαι η χώρα μας που κατακτήθηκε με πόλεμο; Από ποιόν πόλεμο. Εμείς οι Έλληνες είμαστε λάφυρο πολέμου; Για ποιόν το λάφυρο; Δορίκτητος γράφει και διαβάζει και λεει, των προγόνων η λέξη. Με το δόρυ μας κατάκτησαν. Και οι ασπίδες; Το ταν ή επι τας; Το μολών λαβέ; Ποιοι έριξαν τις ασπίδες; Ποιος έδειξε τους δρόμους; Ποιος άνοιξε τις Κερκόπορτες; Πώς ξέφυγαν και πάλι οι Εφιάλτες μέσα από την ιστορική μνήμη;
Αχ πατρίδα, αδύνατον λέμε, ποτέ δεν νικηθήκαμε από δόρατα κι αν υποχωρήσαμε από τους Εφιάλτες, και πέσαμε μέχρι ενός, πιο κάτω τους περίμεναν κι άλλοι Έλληνες.
Και τώρα έτσι θα γίνει γιατί πρέπει να γίνει. Αλλά πριν γίνει, πατρίδα σου το λέμε., Καμφθήκαμε από τους Εφιάλτες του χρήματος. Καμφθήκαμε από τους άπληστους. Καμφθήκαμε από τους συνεργάτες αυτών, που νομίζουν πως μας κατάκτησαν. Αλλά έχουν λησμονήσει τα λόγια του ποιητή: «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, καμιά σκουριά δεν πιάνει, μηδέ αλυσίδα του Ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι».
Οι Εφιάλτες στέκονται όρθιοι στα έδρανα του κοινοβουλίου και φωνάζουν εν χορώ: «Δορίκτητος Ελλάς» και χασκογελάνε. Πατρίδα, τι άλλο σημαίνει η παραίτησή τους από την δική μας εθνική κυριαρχία;
Κρατάμε το χέρι της Μνημοσύνης, της θυγατέρας του ουρανού και της γης, κι αυτή μας οδηγεί, μας δείχνει, μας το φωνάζει: «Να, εσείς τα κάνατε αυτά, σε πρώτο πρόσωπο να τα αφηγείστε»:
Από την πτώση του Βυζαντίου, δεκαεννιά φορές επαναστατήσαμε και σφαχτήκαμε, αλλά την εικοστή το 1821 τα καταφέραμε, κι αρχίσαμε να διώχνουμε τους Τούρκους. Το 1832 είχαμε ελευθερώσει Πελοπόννησο και Στερεά. Το 1864 ελευθερώσαμε τα Επτάνησα. Το 1881 ελευθερώσαμε την Θεσσαλία. Το 1913 ελευθερώσαμε την Κρήτη, την Ήπειρο την Μακεδονία και τα νησιά του βόρειου Αιγαίου. Το 1920 ελευθερώσαμε την Θράκη. Και μετά ήρθαν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Βούλγαροι. Τους Ιταλούς τους ρίξαμε στη θάλασσα. Οι Γερμανοί πέρασαν αφού πρώτα ρίχτηκε και η τελευταία σφαίρα στα οχυρά του Ρούπελ. Και αμέσως γίναμε αντάρτες στα βουνά. Πάνε και οι Βούλγαροι, πάνε και οι Γερμανοί. Το 1947 ελευθερώσαμε τα Δωδεκάνησα. Το 1974 στην Κύπρο, ένα ελληνικό τάγμα κράτησε και δεν πέρασε, μια ολόκληρη τούρκικη μεραρχία. Σε όλες αυτές τις ιστορικές χρονολογίες, οι πολυάριθμοι Εφιάλτες τριγύριζαν και ψιθύριζαν «ρίξτε τις ασπίδες, δορίκτητος η Ελλάς». Μόνοι τους το έλεγαν, μόνοι τους το άκουγαν.
Είναι αλήθεια πολύ αίμα χύθηκε, ε και; Ότι δίνουμε για την πατρίδα, αγιασμένο και μυρωμένο είναι.
Σήμερα οι εχθροί μας δεν κρατούν δόρατα, μήτε ντουφέκια, σήμερα μας πολεμούν με την ανέχεια, με την πείνα, με τα λόγια, με τον φόβο με το δέος. Εφαρμόζουν το σχέδιό τους, αργά και ύπουλα, λες και μετρούν την ανεκτικότητά μας, τις αντοχές μας. Κι αυτό δείχνει ξεκάθαρα πως μας φοβούνται, πως μας τρέμουν.
Το γνωρίζουμε, οι Κερκόπορτες της πατρίδας είναι ολάνοιχτες. Μπαίνουν, βγαίνουν οι εχθροί φορώντας το προσωπείο του φίλου και ταΐζουν και ποτίζουν τους καινούργιους Εφιάλτες.
Και οι Εφιάλτες ξεδίψαστοι και χορτασμένοι ουρλιάζουν: «Δορίκτητος η Ελλάς».
Μέχρι πότε θα τους ανεχόμαστε, μέχρι πότε θα τους αφήνουμε να χασκογελάνε, μέχρι πότε θα τους αφήνουμε να μας πουλάνε, μέχρι πότε θα τους αφήνουμε να κουβαλούν στον ιερό τόπο μας τους ξένους αγοραστές;
Μέσα μας η αγανάκτηση περισσεύει. Μέσα μας η απόφαση θεριεύει. Μέσα μας η εκδίκηση γεννιέται. Μέσα μας ξυπνούν τα όνειρα. Και περιμένουμε καρτερικά τη στιγμή που αυτά τα όνειρα θα πάρουν την αγιασμένη δικαίωσή τους. Το οφείλουμε στους νεκρούς μας, στους ζωντανούς μας, στους άντρες και στις γυναίκες μας, στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, αλλά και στα δισέγγονά μας.
Η Μνημοσύνη μας κρατάει από το χέρι και μας δείχνει τον δρόμο. Σε μας έλαχε η τιμή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου