14.5.10
Επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” Ποια πρέπει να καθαριστούν και ποιος θα τα καθαρίσει;
Μερικές μόνο από τις δηλώσεις υψηλών πολιτικών προσώπων κατά τον τελευταίο μήνα:
«Κανέναν δεν μπορώ να υποχρεώσω σε αυτοσεβασμό, όπως και κανέναν δεν μπορώ να υποχρεώσω να διεκδικεί τον σεβασμό της κοινωνίας.» Χ. Καστανίδης, Υπουργός Δικαιοσύνης, 15.4.2010
«Πρέπει να παταχθούν όλοι αυτοί που πλούτισαν σε βάρος του ελληνικού λαού, … πρέπει να πεισθεί ο λαός πως θα υπάρξει δικαιοσύνη» Κ. Παπούλιας, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, 3.5.2010
«Το αίσθημα της ατιμωρησίας είναι διαλυτικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας», Γ. Παπανδρέου, Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης, 3.5.2010
«Αλλάζει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών» Χ. Καστανίδης, Υπουργός Δικαιοσύνης, 9.5.2010 Και μια έμμεση δήλωση:
Σ/Ν «Τροποποίηση του ν. 3213/2003, διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που αφορούν εγκλήματα σχετικά με την Υπηρεσία και άλλες διατάξεις», Νομοθετική εργασία στη Βουλή των Ελλήνων, 12.5.2010
Τι άλλο φανερώνουν (και) αυτές οι δηλώσεις, πέρα από το ότι:
■ Υπάρχει φόβος ότι η κοινωνική αγανάκτηση για τα οικονομικά μέτρα μπορεί να μετατραπεί σε λαϊκή οργή και εξέγερση. Ένα τμήμα της κοινωνίας συνειδητά απαιτεί να λειτουργήσει επιτέλους το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, να συμπληρωθεί εκεί που χρειάζεται, ώστε να λογοδοτήσουν οι διαχειριστές του δημόσιου χρήματος και να μη συμψηφίζεται το εκάστοτε «χρηματιστήριο» με τα εκάστοτε «ομόλογα», καθώς το λογαριασμό πληρώνουν πάντα οι ίδιοι: οι πολίτες.
■ Το κύμα της οργής δεν εξαιρεί την παρούσα κυβέρνηση που έχασε πολύτιμο χρόνο με τις αμφιταλαντεύσεις της, τις δικαιολογίες «δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το μέγεθος του προβλήματος» και τώρα φαίνεται να προσπαθεί να συνδέσει τα δύο θέματα: οικονομικά μέτρα αυστηρής λιτότητας και μάχη κατά της υψηλής κρατικής διαφθοράς, της υψηλής φοροδιαφυγής / φοροκλοπής.
Όλα αυτά, επειδή σήμερα κυριαρχεί το ποιος έφταιξε και το πώς φτάσαμε εδώ. Πρέπει να συνυπολογιστούν δύο συνιστώσες: α) οι πολιτικοί δέχονται σήμερα αυτό που τις προηγούμενες δεκαετίες με προκλητικότητα απέρριπταν («αν έχετε στοιχεία να πάτε στον εισαγγελέα» κλπ) και β) τα κόμματα εξουσίας έχουν μηδενικά περιθώρια επιλογής με δεδομένο τον καταλύτη των 110 δις ευρώ, που αν μας δοθούν εξ ολοκλήρου, θα διογκώσουν περαιτέρω το δημόσιο χρέος, ενώ οι εκταμιεύσεις των επόμενων δόσεων θα συνοδεύονται με νέα οικονομικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά είναι από πιθανά ως βέβαια, ανάλογα με την αδυναμία της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας μας. Άρα, (στο υπάρχον οικονομικό πλαίσιο) δεν έχουμε το παραμικρό περιθώριο αποτυχίας. Αποτυχία σημαίνει στάση πληρωμών, έξοδο από τη ζώνη του ευρώ με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Υπό αυτές τις συνθήκες μονόδρομο αποτελεί ο κολασμός των σκανδάλων, ωστόσο τίθεται ένα ερώτημα: όταν μιλάμε για «διαφθορά» εννοούμε πρώτα και κύρια τα 10-20 μεγάλα σκάνδαλα της εικοσαετίας; Με άλλα λόγια: αν στους επόμενους μήνες ζήσουμε βατοπεδιάδα, ζημενσιάδα, πλαστογραφιάδα, μεγαλοφοροδιαφυγάδα κλπ, δεν θα ενδυναμωθεί η άποψη ότι η απασχόληση με την υψηλή διαφθορά έχει ως πιθανό αίτιο την αδυναμία της κυβέρνησης να πάρει δραστικά μέτρα εναντίον της «καθημερινότητας», δηλαδή της μικρομεσαίας διαφθοράς που εμπλέκει την πλειοψηφία των πολιτών στην καθημερινή της σχέση με το σύστημα υγείας, παιδείας, αυτοδιοίκησης, με τις πολεοδομίες, τις προσλήψεις στο δημόσιο κλπ; Είναι άραγε σωστή η προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της διαφθοράς στη βάση του απόλυτου / ορατού οικονομικού μεγέθους; Βέβαια η παρούσα οικονομική κατάσταση οδηγεί λογικά στο κυνήγι πρώτα των «μεγάλων ψαριών». Και πάλι όμως υπάρχει θέμα. Έχει βάλει πολλές φορές ο πολιτικός ως θέμα συζήτησης τη σύγκριση των «ομολόγων» με τα φακελάκια στα νοσοκομεία, το «βατοπέδιο» με την κατάπτωση της δημόσιας παιδείας, το «χρηματιστήριο» με τους νεκρούς και αναπήρους των τροχαίων (βλ σύστημα εκπαίδευσης οδηγών), το «C4I» με τους σταζιέρ και τους ωρομίσθιους, τα «υποβρύχια» με την ασυλία των δημοσίων υπαλλήλων που τους παρέχουν τα αθωοδικεία τους (οι εικονικές ΕΔΕ) κλπ κλπ; Και προφανώς, εδώ δεν μιλάμε για την κατάταξη σκανδάλων στην κλίμακα Γκίνες, αλλά για την ανάδειξη του γεγονότος ότι η περιβόητη ανάπτυξη (από την οποία όλοι προσμένουμε την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου) σχετίζεται καίρια με τον δραστικό περιορισμό της διαφθοράς, δηλαδή του πελατειακού κράτους. Το ταγκό του πελατειακού κράτους χορεύεται από δυο, (πωλητές χωρίς αγοραστές δεν υφίστανται) και η μια πλευρά είναι παράλογο να διεκδικεί μηδενική ευθύνη. Η άποψη «δεν έκλεψα, δεν τους ψήφισα, δεν πληρώνω» θα λειτουργήσει ως πίεση αποτελεσματικά και μακροχρόνια μόνο όταν υπάρχουν λιγότερα περιθώρια συμψηφισμών μεταξύ κοινωνίας και κρατικών παραγόντων.
Πόσο εύκολη δείχνει σήμερα η αλλαγή της ελληνικής νοοτροπίας;
Με αφορμή τον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ επιχειρηματιών-πολιτικών, οι πολιτικοί και ο πρόεδρος της Βουλής επικαλούνται την προστασία της λειτουργίας των θεσμών, κατακρίνουν τη γενική απόρριψη του πολιτικού συστήματος και υποστηρίζουν τη δυνατότητά του στην αυτοκάθαρση. Σωστά. Οι πολιτικοί και ιδιαίτερα η κυβέρνηση που έχει την κεντρική ευθύνη, φαίνονται να ανταποκρίνονται κατ’ αρχήν στο γενικό αίτημα «αναζήτηση ευθυνών σε όσους κυβέρνησαν». Ωστόσο βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δύναμη της αδράνειας, που δεν είναι άλλη από το «πολιτικό κόστος» (πελατειακό σύστημα στο επίπεδο επίδοσης της ψήφου των πολιτών κατά τις βουλευτικές / δημοτικές εκλογές) και την έκπτωση στη λειτουργία των θεσμών που ως συνέπεια έχει επέλθει.
Παράδειγμα: «Αναγκαστική και ασυνήθιστη, αλλά όχι αντισυνταγματική» χαρακτήρισε επίσημα η κυβέρνηση (7.5.2010) την διορθωτική τροπολογία του νόμου που είχε ψηφίσει η Βουλή για το μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας μόλις την προηγούμενη μέρα. Επειδή ό,τι προέβλεπε αυτή η τροποποίηση ούτε μπορεί να ξεχάστηκε, ούτε να προέκυψε ως απαίτηση του τελευταίου 24ώρου, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν τόλμησε να εμφανίσει μια μέρα πριν τη δυνατότητα του εκάστοτε υπουργού οικονομίας να υπογράφει τις συμβάσεις δανεισμού, με τη Βουλή να περιορίζεται στο να ενημερώνεται και να συζητά. Προκύπτει λοιπόν μια διαπίστωση: πως η κυβέρνηση γκρεμίζει με το ένα χέρι ό,τι προσπαθεί να χτίσει με το άλλο, πως η κυβέρνηση ρέπει κατά περίπτωση στο τόσο κατακριθέν «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό». Στην καλύτερη περίπτωση, φοβάται, τη στιγμή που δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, ενώ αντιφάσκει με τρεις καταγγελίες της: για τις νοθείες κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος (2007, 2008) και για το σκόπιμο κλείσιμο της Βουλής ώστε να παραγραφούν αδικήματα υπουργών (καλοκαίρι του 2009).
Συνεπώς
Η ανάδειξη της «χαμηλής» διαφθοράς σε ίσο -αν όχι υψηλότερο- επίπεδο με την «υψηλή» διαφθορά σκοντάφτει προφανώς σε ένα σημείο: ότι η πρώτη αφορά τους πολλούς, η δεύτερη τους λίγους, η πρώτη κυρίως τους πολιτικούς, η δεύτερη κυρίως τους πολίτες. Ας αναρωτηθούμε: Ποιος είναι άραγε αυτός που σήμερα ανάγκασε τους πολιτικούς να παραδεχθούν κατ’ αρχήν την εικονική πραγματικότητα της «ισχυρής Ελλάδας» και τη διαφθορά κυβερνητικών στελεχών; Ποιος τους έκανε ξαφνικά να βρουν τρύπες ευθύνης στο νόμο περί ανευθυνότητας των υπουργών; Αν σκεφτούμε ψύχραιμα, ή ψυχρά, θα αναγνωρίσουμε μάλλον ότι στην πραγματικότητα η «χαμηλή» διαφθορά είναι υψηλότερη της «υψηλής», επειδή αποτελεί τον παράγοντα που προστατεύει και αναπαράγει τη διαφθορά των υψηλών οικονομικών μεγεθών. Η πάταξη -ή έστω ο περιορισμός- της σκοντάφτει όχι τόσο στην κυβερνητική αβουλία, αλλά στη δική μας απροθυμία που την ενθαρρύνει και την τροφοδοτεί, όχι τόσο στις κυβερνητικές παλινωδίες, αντιφάσεις, καθυστερήσεις, αλλά στη δική μας κεκτημένη ταχύτητα, στην ανοχή ή στη σύμπλευση με τη ρουσφετοκρατία, την αναξιοκρατία, τη θεσμική έκπτωση.
Προφανώς και πρέπει να τιμωρηθούν οι υπουργοί που «έβαλαν το δάχτυλο στο μέλι», στη συνέχεια όμως θα αποδοθεί η πολιτική ευθύνη στους πρωθυπουργούς; Θα τολμήσουν οι πρωθυπουργοί να πουν ότι δεν έκαναν ό,τι έπρεπε επειδή ένιωθαν πλήρως αδύναμοι να πολεμήσουν την αναξιοκρατία και το πελατειακό σύστημα που την παράγει; Θα αναρωτηθούν οι πολίτες γιατί εμφανίζονται τόσο αδύναμοι οι πρωθυπουργοί; (χωριστό είναι το θέμα της ικανότητάς τους). Θα αναλάβουν οι πολίτες που ζητούν «καθαρά χέρια» στους πολιτικούς την καθημερινή δράση για «καθαρά χέρια» στη σχέση τους με το δημόσιο; Προφανώς δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευθύνες, όμως πόσο ουτοπική είναι η απόδοση ευθυνών σε ένα σύστημα με διεφθαρμένους -ως ένα βαθμό- πολιτικούς και αδιάφθορους -ως τον αντίστοιχο βαθμό- πολίτες;
Ηθελημένα ή όχι, είμαστε επιρρεπείς στις αναλύσεις μερικότητας που δείχνουν αποκλειστικά ή τονίζουν ευθύνες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Η παρούσα ανάλυση δεν διεκδικεί μοναδικότητα (δύο πρόσφατες εδώ κι εδώ), σαφώς και είναι μερική, στοχεύει απλώς να καταδείξει μια τάση που αν και αντιφατική, φαίνεται να κυριαρχεί. Συνοψίζεται στο ερώτημα: μπορούμε στο πολίτευμά μας να έχουμε «καθαρά χέρια πολιτικών» χωρίς το αντίστοιχο «καθαρό πολιτικό κεφάλι» να τα οδηγεί; και «κεφαλή» του πολιτεύματός μας είναι ή όχι ο πολίτης;
14.5.2010
Στέργιος Ζυγούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου