30.1.11
Χάγη: Το θέμα δεν είναι να πάει, αλλά πώς θα πάει η χώρα
Του Νίκου Κοτζιά
Η πολιτική της συνεννόησης και των συμβιβασμών είναι σημαντικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό, χρειάζεται, πρώτον, να διαχωρίζει κανείς με σαφήνεια και νηφαλιότητα ανάμεσα σε «καλούς» και δίκαιους συμβιβασμούς και σε άδικους. Δεν είναι κάθε συμβιβασμός για πέταγμα, αλλά ούτε και εξ ορισμού ορθός. Δεύτερον, προκειμένου ένας συμβιβασμός να είναι πετυχημένος, δεν μπορεί να είναι προϊόν φόβου ή αδυναμίας, αλλά αποτέλεσμα επιλογής μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Να στηρίζεται, επιπλέον, στην ύπαρξη ενός σύνθετου συστήματος διπλωματίας και άμυνας, ώστε να μην θεωρηθεί από τρίτους ότι προκύπτει λόγω αμυντικών κενών.
Στα πλαίσια μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με φιλειρηνικά στοιχεία απαιτείται να χρησιμοποιεί κανείς την πολιτική διαπραγματεύσεων και διπλωματικής πίεσης. Ταυτόχρονα, να κλείνει το δρόμο στην άλλη πλευρά, όπως είναι η Τουρκία, καθιστώντας της σαφές ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τη διπλωματική διαπραγμάτευση και το Διεθνές Δίκαιο χωρίς κόστος. Η Ελλάδα πιστεύει στο Διεθνές Δίκαιο, παρά τις μεγάλες του αδυναμίες. Δεν το στηρίζει διότι δεν έχει τι άλλο να κάνει ή επειδή φοβάται άλλες μορφές «επαφής» με την Τουρκία. Το στηρίζει διότι πιστεύει ότι είναι ένα ισχυρό εργαλείο.
Ο τρόπος που αξιοποιεί η Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο είναι προβληματικός, όταν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δείχνει φοβισμένη να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα που κατέχει στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα ως προς την ΑΟΖ. Όταν αντί να σκέφτεται πώς θα τα ασκήσει, έχει αποδεχτεί το «πάγωμά» τους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την ΑΟΖ του Καστελόριζου. Το πρόβλημα που προκύπτει δεν έχει μόνο να κάνει ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων καθεαυτό, αλλά, επιπλέον –και αυτό διαφεύγει της προσοχής πολλών–, αφορά και στην τύχη που θα έχει τυχόν προσφυγή της χώρας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα ως προς τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, το ζήτημα δεν είναι τόσο αν πρέπει κανείς να πάει ή όχι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά πώς θα πάει. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποφασίζει μόνο στη βάση των δικαιωμάτων μιας χώρας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και από το κατά πόσο και πώς εξάσκησε αυτά τα δικαιώματα μέχρι την προσφυγή. Ή τα «πάγωσε», και σε ποιο βαθμό. Επιπλέον, δε, ακόμα κι αν δεν τα εξάσκησε είχε την πρόθεση να τα ασκήσει; Προσπάθησε; Υπήρξε παρεμπόδιση; Από ποιον και πώς;
Ένα από τα ζητήματα που θα επηρεάσει το αποτέλεσμα μιας παραπομπής των διαφορών της Ελλάδας με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι κατά πόσο θα έχει ασκήσει τα δικαιώματα που προκύπτουν από το Διεθνές Δίκαιο ως προς το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, έστω αν είχε γνωστοποιήσει μια τέτοια πρόθεση. Αν δεν το κάνει, τότε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα έχει ως αφετηρία της όποιας απόφασης όχι μόνο τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου καθεαυτού, που είναι το κύριο, αλλά και την de facto απενεργοποίησή του, «πάγωμα», από την Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση οι πιθανότητες να μην πάρει όσα δικαιούται είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν έχει πράξει προηγουμένως διαφορετικά. Το πρόβλημα, λοιπόν, για να μην κοροϊδεύει κανείς τους πολίτες, δεν είναι απλά Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή όχι, αλλά με ποιους όρους, συνθήκες και προβλέψεις θα πάει κανείς σε αυτό. Αν πάει με βάση το «πάγωμα» των δικαιωμάτων της χώρας και αποδοχή αυτού του «παγώματος» που έχει επιβληθεί στη χώρα, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν θέλει να πάει και να έχει τον ούριο άνεμο του Διεθνούς Δικαίου μαζί της, τότε δεν πρέπει να παραιτείται από αυτό στην καθημερινή πρακτική της. Με άλλα λόγια, δεν είναι δείγμα πίστης στο Διεθνές Δίκαιο η καθημερινή πρακτική παραίτηση από αυτό.
http://www.epikaira.gr
Η πολιτική της συνεννόησης και των συμβιβασμών είναι σημαντικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό, χρειάζεται, πρώτον, να διαχωρίζει κανείς με σαφήνεια και νηφαλιότητα ανάμεσα σε «καλούς» και δίκαιους συμβιβασμούς και σε άδικους. Δεν είναι κάθε συμβιβασμός για πέταγμα, αλλά ούτε και εξ ορισμού ορθός. Δεύτερον, προκειμένου ένας συμβιβασμός να είναι πετυχημένος, δεν μπορεί να είναι προϊόν φόβου ή αδυναμίας, αλλά αποτέλεσμα επιλογής μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Να στηρίζεται, επιπλέον, στην ύπαρξη ενός σύνθετου συστήματος διπλωματίας και άμυνας, ώστε να μην θεωρηθεί από τρίτους ότι προκύπτει λόγω αμυντικών κενών.
Στα πλαίσια μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με φιλειρηνικά στοιχεία απαιτείται να χρησιμοποιεί κανείς την πολιτική διαπραγματεύσεων και διπλωματικής πίεσης. Ταυτόχρονα, να κλείνει το δρόμο στην άλλη πλευρά, όπως είναι η Τουρκία, καθιστώντας της σαφές ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τη διπλωματική διαπραγμάτευση και το Διεθνές Δίκαιο χωρίς κόστος. Η Ελλάδα πιστεύει στο Διεθνές Δίκαιο, παρά τις μεγάλες του αδυναμίες. Δεν το στηρίζει διότι δεν έχει τι άλλο να κάνει ή επειδή φοβάται άλλες μορφές «επαφής» με την Τουρκία. Το στηρίζει διότι πιστεύει ότι είναι ένα ισχυρό εργαλείο.
Ο τρόπος που αξιοποιεί η Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο είναι προβληματικός, όταν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δείχνει φοβισμένη να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα που κατέχει στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα ως προς την ΑΟΖ. Όταν αντί να σκέφτεται πώς θα τα ασκήσει, έχει αποδεχτεί το «πάγωμά» τους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την ΑΟΖ του Καστελόριζου. Το πρόβλημα που προκύπτει δεν έχει μόνο να κάνει ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων καθεαυτό, αλλά, επιπλέον –και αυτό διαφεύγει της προσοχής πολλών–, αφορά και στην τύχη που θα έχει τυχόν προσφυγή της χώρας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα ως προς τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, το ζήτημα δεν είναι τόσο αν πρέπει κανείς να πάει ή όχι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά πώς θα πάει. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποφασίζει μόνο στη βάση των δικαιωμάτων μιας χώρας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και από το κατά πόσο και πώς εξάσκησε αυτά τα δικαιώματα μέχρι την προσφυγή. Ή τα «πάγωσε», και σε ποιο βαθμό. Επιπλέον, δε, ακόμα κι αν δεν τα εξάσκησε είχε την πρόθεση να τα ασκήσει; Προσπάθησε; Υπήρξε παρεμπόδιση; Από ποιον και πώς;
Ένα από τα ζητήματα που θα επηρεάσει το αποτέλεσμα μιας παραπομπής των διαφορών της Ελλάδας με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι κατά πόσο θα έχει ασκήσει τα δικαιώματα που προκύπτουν από το Διεθνές Δίκαιο ως προς το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, έστω αν είχε γνωστοποιήσει μια τέτοια πρόθεση. Αν δεν το κάνει, τότε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα έχει ως αφετηρία της όποιας απόφασης όχι μόνο τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου καθεαυτού, που είναι το κύριο, αλλά και την de facto απενεργοποίησή του, «πάγωμα», από την Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση οι πιθανότητες να μην πάρει όσα δικαιούται είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν έχει πράξει προηγουμένως διαφορετικά. Το πρόβλημα, λοιπόν, για να μην κοροϊδεύει κανείς τους πολίτες, δεν είναι απλά Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή όχι, αλλά με ποιους όρους, συνθήκες και προβλέψεις θα πάει κανείς σε αυτό. Αν πάει με βάση το «πάγωμα» των δικαιωμάτων της χώρας και αποδοχή αυτού του «παγώματος» που έχει επιβληθεί στη χώρα, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν θέλει να πάει και να έχει τον ούριο άνεμο του Διεθνούς Δικαίου μαζί της, τότε δεν πρέπει να παραιτείται από αυτό στην καθημερινή πρακτική της. Με άλλα λόγια, δεν είναι δείγμα πίστης στο Διεθνές Δίκαιο η καθημερινή πρακτική παραίτηση από αυτό.
http://www.epikaira.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου