31.3.11
Πάλι τυφλοί; Πάλι στον όλεθρο;
του Ρούσσου Βρανά
από Τα Νέα
Αν η λιτότητα ήταν ένα φάρμακο για όλους, θα την κατάπιναν ευχαρίστως. Επειδή όμως χορηγείται μόνο στους φτωχούς και κάνει καλό μόνο στους πλούσιους, γι' αυτό επιβάλλεται πάντα με το μαστίγιο. Και μάλιστα προληπτικά, όπως αποφασίστηκε στην πρόσφατη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής. Η Ιστορία όμως έχει δείξει πως η λιτότητα δεν είναι φάρμακο αλλά φαρμάκι. Σχεδόν πάντα καταλήγει στα χειρότερα: οικονομική καταστροφή, βία και καταστολή.
Το παράδειγμα της Γερμανίας του καγκελάριου Μπρούνινγκ είναι χαρακτηριστικό. Το 1930, η ύφεση εξαπλωνόταν στον κόσμο. Εξωθούμενος από τους Γερμανούς μεγαλοβιομήχανους, ο Μπρούνινγκ πίστεψε πως η χώρα του θα σωζόταν μόνο με ένα σκληρό νόμισμα και με μηδενικά ελλείμματα μέσω περικοπών των μισθών και των συντάξεων.
Είχε θητεύσει στις θεωρίες της λιτότητας ως μεταπτυχιακός φοιτητής στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, που εξέτρεφε και τότε υπέρμαχους της ελευθερίας των αγορών όπως τον Φρίντριχ φον Χάγιεκ, τον οποίο οι σημερινοί φιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι έχουν κάνει σημαία τους. Ο Μπρούνινγκ χορήγησε το φάρμακο του φον Χάγιεκ στους Γερμανούς. Και η αποτυχία του ήταν τόση, που έφτασε να βάλει στον γύψο την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να κυβερνά με διατάγματα (δίνοντας έτσι το παράδειγμα και σε εκείνον που αργότερα τον διαδέχτηκε στην εξουσία).
Ύστερα από δύο χρόνια λιτότητας, η γερμανική οικονομία κατέρρευσε: η ανεργία διπλασιάστηκε από 15% το 1930 σε 30% το 1932, οι ταραχές πολλαπλασιάστηκαν και τελικά ο Μπρούνινγκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ύστερα από μόλις δύο χρόνια λιτότητας, οι Γερμανοί ήταν πια πρόθυμοι να κυβερνηθούν από οποιοδήποτε άλλον εκτός από τους πολιτικούς της «δημοκρατικής λιτότητας». Έτσι, στις εκλογές του 1932, οι ναζί και οι κομμουνιστές αναδείχτηκαν τα δύο πρώτα κόμματα. Και το 1933 ο Χίτλερ έβαζε την ταφόπλακα στη δημοκρατία.
Η ταφόπλακα, ύστερα από όλα αυτά, θα έπρεπε σήμερα πια να είχε μπει στη λιτότητα. Όμως, ο φον Χάγιεκ και οι δικοί του, όπως εξηγεί ο συγγραφέας Μαρκ Έιμς, αναθεώρησαν εντελώς την Ιστορία. Από την Αγγλία και τις ΗΠΑ, όπου είχαν βρει άσυλο και χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο, άρχισαν να αναθεωρούν τα ιστορικά γεγονότα που κατέληξαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αποδίδοντάς την όχι πια στα μέτρα λιτότητας αλλά στις υποτιθέμενες παροχές της τελευταίας κυβέρνησης προς τους εργαζόμενους.
Αποφάσισαν δηλαδή πως ο καγκελάριος Μπρούνινγκ δεν είχε υπάρξει ποτέ. Και πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία επειδή η κυβέρνηση μοίραζε λεφτά μολονότι ο Μπρούνινγκ έκανε μαζικές περικοπές και πως οι Γερμανοί ήταν κακομαθημένοι από τα κοινωνικά επιδόματα μολονότι λιμοκτονούσαν τόσο εξαιτίας της λιτότητας, που έδωσαν τελικά την εξουσία σε έναν ναζί ο οποίος άναψε τα κρεματόρια και εξαπέλυσε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Γι αυτούς που την έχουν ανάγκη, η λιτότητα ποτέ δεν είναι αρκετή. Ούτε σήμερα, μολονότι ένας εμπορικός, ένας νομισματικός, ένας πετρελαϊκός και ένας κοινωνικός πόλεμος αρχίζουν να συγκλίνουν σε έναν ευρύτερο που θα μπορούσε να αποδειχτεί μεγάλος.
Το παράδειγμα της Γερμανίας του καγκελάριου Μπρούνινγκ είναι χαρακτηριστικό. Το 1930, η ύφεση εξαπλωνόταν στον κόσμο. Εξωθούμενος από τους Γερμανούς μεγαλοβιομήχανους, ο Μπρούνινγκ πίστεψε πως η χώρα του θα σωζόταν μόνο με ένα σκληρό νόμισμα και με μηδενικά ελλείμματα μέσω περικοπών των μισθών και των συντάξεων.
Είχε θητεύσει στις θεωρίες της λιτότητας ως μεταπτυχιακός φοιτητής στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, που εξέτρεφε και τότε υπέρμαχους της ελευθερίας των αγορών όπως τον Φρίντριχ φον Χάγιεκ, τον οποίο οι σημερινοί φιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι έχουν κάνει σημαία τους. Ο Μπρούνινγκ χορήγησε το φάρμακο του φον Χάγιεκ στους Γερμανούς. Και η αποτυχία του ήταν τόση, που έφτασε να βάλει στον γύψο την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να κυβερνά με διατάγματα (δίνοντας έτσι το παράδειγμα και σε εκείνον που αργότερα τον διαδέχτηκε στην εξουσία).
Ύστερα από δύο χρόνια λιτότητας, η γερμανική οικονομία κατέρρευσε: η ανεργία διπλασιάστηκε από 15% το 1930 σε 30% το 1932, οι ταραχές πολλαπλασιάστηκαν και τελικά ο Μπρούνινγκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ύστερα από μόλις δύο χρόνια λιτότητας, οι Γερμανοί ήταν πια πρόθυμοι να κυβερνηθούν από οποιοδήποτε άλλον εκτός από τους πολιτικούς της «δημοκρατικής λιτότητας». Έτσι, στις εκλογές του 1932, οι ναζί και οι κομμουνιστές αναδείχτηκαν τα δύο πρώτα κόμματα. Και το 1933 ο Χίτλερ έβαζε την ταφόπλακα στη δημοκρατία.
Η ταφόπλακα, ύστερα από όλα αυτά, θα έπρεπε σήμερα πια να είχε μπει στη λιτότητα. Όμως, ο φον Χάγιεκ και οι δικοί του, όπως εξηγεί ο συγγραφέας Μαρκ Έιμς, αναθεώρησαν εντελώς την Ιστορία. Από την Αγγλία και τις ΗΠΑ, όπου είχαν βρει άσυλο και χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο, άρχισαν να αναθεωρούν τα ιστορικά γεγονότα που κατέληξαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αποδίδοντάς την όχι πια στα μέτρα λιτότητας αλλά στις υποτιθέμενες παροχές της τελευταίας κυβέρνησης προς τους εργαζόμενους.
Αποφάσισαν δηλαδή πως ο καγκελάριος Μπρούνινγκ δεν είχε υπάρξει ποτέ. Και πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία επειδή η κυβέρνηση μοίραζε λεφτά μολονότι ο Μπρούνινγκ έκανε μαζικές περικοπές και πως οι Γερμανοί ήταν κακομαθημένοι από τα κοινωνικά επιδόματα μολονότι λιμοκτονούσαν τόσο εξαιτίας της λιτότητας, που έδωσαν τελικά την εξουσία σε έναν ναζί ο οποίος άναψε τα κρεματόρια και εξαπέλυσε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Γι αυτούς που την έχουν ανάγκη, η λιτότητα ποτέ δεν είναι αρκετή. Ούτε σήμερα, μολονότι ένας εμπορικός, ένας νομισματικός, ένας πετρελαϊκός και ένας κοινωνικός πόλεμος αρχίζουν να συγκλίνουν σε έναν ευρύτερο που θα μπορούσε να αποδειχτεί μεγάλος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου