από πού το σύστημα αντλεί το θράσος να παίζει ολοένα και πιο επικίνδυνα –για το ίδιο– με τις αντοχές αλλά και την ανοχή ενός ολόκληρου λαού. Τι ιστορικά προηγούμενα παίρνει υπόψη του και πώς, εντέλει, είναι σίγουρο πως δεν θα αλλάξει τίποτα σε βάρος του, και μάλιστα με τρόπο βίαιο και καθοριστικό για το ίδιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους; Είναι βέβαια γνωστή η θεωρία «σοκ και δέος», με βάση την οποία, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ακολουθεί ένα δεύτερο κύμα ακόμα πιο ισχυρό, που προκαλεί φοβικά αντανακλαστικά και εξουδετερώνει ακόμα και τις σκέψεις για πιθανές αντιδράσεις γενικευμένου χαρακτήρα. Με τους γνωστούς συμμάχους των επιχειρήσεων τηλεοπτικής κυρίως ενημέρωσης, ο φόβος μεγαλώνει για ένα πιθανό επόμενο χτύπημα, ακόμα πιο σκληρό, όπου ο αποδέκτης το μόνο που επιζητά είναι μια μικρή έστω αλλά καθοριστικής σημασίας για την ύπαρξή του διέξοδο, αυστηρά όμως προσωπικού χαρακτήρα. Κάτι, δηλαδή, ανάμεσα στο «ας δεχτώ τα πεντακόσια, μια και ένας στους τέσσερις δεν έχει ούτε κι αυτά» και στο περίφημο εκείνο ανέκδοτο με τον killer φορτηγατζή και το συνεπιβάτη του, που μαζεύει τα έντερά του μετά από κάποιο δυστύχημα, συνοδεύοντας την πράξη του με την αμίμητη φράση: «Ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα!». Όλες οι αντιδράσεις μετρώνται με τα γνωστά βαρόμετρα της κοινής γνώμης από τις επιχειρήσεις δημοσκοπήσεων και, όσο οι λέξεις «οργή» ή «θυμός» απουσιάζουν ή έχουν μικρή συμμετοχή στο αποτέλεσμα, δίνουν το σύνθημα για την επόμενη επίθεση. Αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο η βαλβίδα σωτηρίας ή ο μηχανισμός άμυνας, που δίνει για ένα μεγάλο διάστημα πίστωση χρόνου στο σύστημα για να οργανώσει καλύτερα το σχέδιό του. Και μέχρι εδώ τα πράγματα λειτούργησαν καλά για τους επιτιθέμενους. Κρατάω στο αρχείο μου τις περισσότερες των δημοσκοπήσεων που αφορούν στη μέτρηση των αντιδράσεων του κόσμου. Κυριαρχούσαν τον πρώτο καιρό, αλλά και αμέσως μετά την ψήφιση του Μνημονίου από την «επάρατο... σοσιαλιστική –εδώ κι αν χρειάζονται εισαγωγικά– Δεξιά», οι λέξεις «ανασφάλεια», «απογοήτευση» και «φόβος για το αύριο» έναντι της «οργής» ή του «θυμού». Κι όσο αυτό συνεχιζόταν, νέα μέτρα ακολουθούσαν με συνεπή λογική, όσον αφορά στους χρόνους και στη δοσολογία. Θα είχε, ίσως, ενδιαφέρον να αποτυπωθεί όλη αυτή η διαδικασία με μια γραφική παράσταση. Το κλίμα όμως εδώ και καιρό έχει πλήρως μεταστραφεί. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει τους λόγους και τις αιτίες. Ούτε και ο πιο πρόθυμος ή καλοπληρωμένος απολογητής του συστήματος δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Τη γενική κοινωνική κατάθλιψη, που βόλεψε, είν’ αλήθεια, τους τοκογλύφους και το πολιτικό τους προσωπικό, διαδέχτηκε η αγανάκτηση και το «έως εδώ», που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε μια καθολική αναμέτρηση. Επανέρχομαι, λοιπόν, στο αρχικό μου ερώτημα, στο από πού, δηλαδή, η άρχουσα τάξη αντλεί την αισιοδοξία πως η έκβαση και αυτής της τελικής αναμέτρησης θα είναι νικηφόρα για την ίδια και τους πολιτικούς της υπαλλήλους; Και αν μεν αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν την οξύνοια να αντιληφθούν τις συνέπειες ενός τέτοιου ολοκληρωτικού πολέμου με τον «εχθρό λαό», το ίδιο το κεφάλαιο έχει πολιτική πείρα. Θα περίμενε ίσως κανείς μια αναδίπλωση ή κάποιους συμβιβασμούς, αλλά κάτι τέτοιο δεν φάνηκε μέχρι τώρα στον ορίζοντα. Το μόνο που θα μπορούσε να με πείσει πως οι σημερινοί δήμιοι δεν θα μας πουλήσουν ακόμα και το σχοινί που θα τους κρεμάσει και πως δεν έχουν χάσει εντελώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησής τους είναι πως ετοιμάζουν πολιτικές εφεδρείες –όχι κατ’ ανάγκην από ένα ήδη φθαρμένο προσωπικό–, με δήθεν πιο ανθρώπινο πρόσωπο, για να εκτονώσουν την ορμή του ποταμιού. Τα μάτια ανοιχτά και τα μυαλά μας επίσης...
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 7/7/11 |
1 σχόλιο:
Λές να αφήσουν τόσους πολλούς απο
εμάς που θα αρκούμε για να τους κρεμμάσουμε;
Δημοσίευση σχολίου