20.11.13
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΑ «ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ»;
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΡΑ!
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΙΔΟΥ*
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΙΔΟΥ*
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, τα «κόκκινα δάνεια» στην Ευρώπη έχουν πλέον ξεπεράσει τα 1,2 τρις ευρώ (!!!). Μεταξύ αυτών, οι ελληνικές, ιταλικές, ισπανικές και οι ιρλανδικές τράπεζες σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση στα συγκεκριμένα δάνεια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, οι ευρωπαϊκές τράπεζες προβαίνουν σε πωλήσεις μεγάλων τμημάτων των «κόκκινων δανείων» που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους σε διάφορα Funds, προκειμένου να μειώσουν το ενεργητικό τους, υπακούοντας στις απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ,
και προσβλέποντας σε θετικά αποτελέσματα στον έλεγχο που θα
πραγματοποιήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2014 στα στοιχεία 130
ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών. Μόνο στο πρώτο οκτάμηνο του 2013 οι πωλήσεις αυτές έφτασαν τα 46 δις ευρώ και υπολογίζονται σε 60 δις για όλο το 2013 σύμφωνα με μελέτη της PwC.
Στη λογική αυτή, σύμφωνα πάντα με δημοσιεύματα, η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με funds του εξωτερικού προκειμένου να τους πουλήσει «κόκκινα δάνεια» επιχειρηματικά ύψους 600 εκατ. ευρώ.
Η ολοκλήρωση του deal θα εξαρτηθεί από το ύψος των προβλέψεων και από
τις εξασφαλίσεις που έχει η ΕΤΕ γι' αυτά τα δάνεια, σε σχέση με την
προσφερόμενη τιμή, η οποία συνήθως είναι χαμηλή.
Η Citi Bank,
καθώς και άλλες τράπεζες, είναι γνωστό ότι έχουν ήδη πουλήσει σε χαμηλή
τιμή «κόκκινα δάνεια» και άλλων κατηγοριών. Βέβαια, η κοινή λογική λέει
ότι θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες ρυθμίσεις απευθείας στους
δανειολήπτες τους, δηλαδή να «κουρέψουν» το δάνειό τους στο 30% ή 40%,
προκειμένου να μπορέσουν να το αποπληρώσουν, όμως η λογική της αύξησης
του καπιταλιστικού κέρδους (άμεσο ξεκαθάρισμα του χαρτοφυλακίου των
τραπεζών, κερδοσκοπία των funds, τα οποία αν δεν πάρουν τα χρήματα θα πάρουν τις ακίνητες περιουσίες του κοσμάκη), τους οδηγεί σ αυτήν την κίνηση.
Τη «νύφη» πληρώνουν οι οφειλέτες, για τους οποίους παύει πλέον να ισχύει ακόμη και η προστασία της πρώτης κατοικίας, και βρίσκονται κυριολεκτικά στα νύχια των κορακιών της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Κι ενώ με
βάση την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική πρακτική οι παραπάνω
ενέργειες μοιάζουν να είναι «λογικές», υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, ένα
κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Πώς αυτά τα δάνεια έγιναν «κόκκινα»; Οφείλεται στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και μόνον ή πρόκειται για δάνεια που δόθηκαν με υπέρβαση και κατά παράβαση των τραπεζικών κριτηρίων και άρα ήταν μοιραία η κατάληξή τους;
(π.χ. πρόσφατη χρηματοδότηση με 400 εκατ. ευρώ από την Εθνική προς τον
αγοραστή της θυγατρικής της Πανγαίας, προκειμένου να την αγοράσει με
τίμημα 600 εκατ. ευρώ, δανειοδότηση επιχ/τία για την εξαγορά του ΟΠΑΠ,
σκάνδαλο Proton Bank και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός, ακόμη και οι
έντονες πιέσεις –την περίοδο των παχέων αγελάδων- από τις διοικήσεις
προς τους υπαλλήλους να δίνουν δάνεια χωρίς κριτήρια, σε επιχειρηματίες
αλλά και σε νοικοκυριά ).
Νομίζω πως το ερώτημα είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι οι τράπεζες, πέρα από τα ίδια κεφάλαιά τους, ουσιαστικά διαχειρίζονται τις καταθέσεις του ελληνικού λαού, των ασφαλιστικών ταμείων
(ειδικά παλιότερα που ήταν άτοκες) κ.ά. Δανείζουν δηλαδή,
χρησιμοποιώντας «ξένα» χρήματα, τα οποία μάλιστα είναι πολλαπλάσια των
ιδίων κεφαλαίων τους.
Η
διαχείριση αυτής της ρευστότητας, μέσω της οποίας κερδοφορεί το
τραπεζικό κεφάλαιο, ακριβώς επειδή αφορά σε χρήματα της κοινωνίας, οφείλει να ελέγχεται αν ανταποκρίνεται σε σωστά τραπεζικά κριτήρια ή σε άλλα (κερδοσκοπία, «εξυπηρετήσεις» παντός τύπου κτλ.). Οφείλει να ελέγχεται αν κατευθύνεται σε αναπτυξιακούς σκοπούς ή σε κερδοσκοπικούς κατά κύριο λόγο σκοπούς,
όπως συνέβηκε με την εκτόξευση των καταναλωτικών δανείων και των
πιστωτικών καρτών, επειδή, λόγω υψηλών επιτοκίων και μεγάλης διασποράς
κινδύνων, συνέβαλαν κατά πολύ στην αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών,
την ίδια ώρα που καταχρέωναν τα ελληνικά νοικοκυριά οδηγώντας τα στο
σημερινό τραγικό αδιέξοδο.
Επιπλέον
σήμερα, μετά το ζοφερό παράδειγμα της Κύπρου, έχουμε και τις συνεχείς
παρεμβάσεις και πιέσεις αξιωματούχων της Ε.Ε., κυρίως γερμανών, καθώς
και του Προέδρου της Bundesbank, ώστε το κόστος της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, και της διάσωσής τους, αν ξαναχρειαστεί, να γίνει με «κούρεμα» των καταθέσεων και των ομολόγων των πελατών των τραπεζών (επενδυτών όπως τους μετονόμασαν για να διευκολύνουν την προπαγάνδα τους).
Πέρα από το γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι από κάθε άποψη απαράδεκτη, και μόνον που εκφέρεται ως πρόταση (μετά την εφαρμογή της στην Κύπρο είναι προ των πυλών για τις άλλες χώρες του νότου), θάπρεπε αυτόματα να οδηγήσει στην απαίτηση από πλευράς των καταθετών και των ομολογιούχων (πέρα από την κάθετη άρνηση και την αντίδρασή τους) για άμεσο, ενδελεχή έλεγχο των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, προκειμένου
να διασφαλίσουν ότι δεν θα υποστούν τις συνέπειες παραβάσεων,
παραλείψεων, σκοπιμοτήτων ή και λαθών των διοικήσεων των τραπεζών.
Να
σημειώσουμε επιπλέον, πως από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί το deal
της πώλησης των όποιων «κόκκινων» δανείων, ο έλεγχος αυτός καθίσταται
σχεδόν αδύνατος, και οι διοικήσεις των τραπεζών παραμένουν στο
απυρόβλητο, αφού θα έχουν μεταφέρει τις αμαρτίες τους στην κολυμβήθρα
του Σιλωάμ που λέγεται distress fund.
Οι εξελίξεις αυτές, νομίζω πως καθιστούν σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επίκαιρο το ζήτημα του κοινωνικού και εργατικού ελέγχου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα,
και ο πιο κατάλληλος φορέας για να εγείρει και να διεκδικήσει δυναμικά
ένα τέτοιο ζήτημα είναι τα συλλογικά όργανα των τραπεζοϋπαλλήλων
πρωτίστως, οι καταναλωτικές οργανώσεις, οι επιτροπές ενάντια στους
πλειστηριασμούς κτλ., μαζί με το αίτημα για γενναίο κούρεμα και ρύθμιση
των «κόκκινων» δανείων των λαϊκών νοικοκυριών, των άνεργων, των
μικροεπαγγελματιών κ.ά. (πρόταση ΣΥΡΙΖΑ).
Είναι
αδιανόητο, οι τραπεζίτες να «αλωνίζουν» στο χώρο της πίστης, με
αδιαφανείς όρους χρηματοδοτήσεων, ακόμη και με σκανδαλώδεις
χρηματοδοτήσεις των «εαυτών» τους προκειμένου να αιμοδοτήσουν άλλες
επιχειρήσεις τους, να δίνουν δάνεια σε επιχειρηματίες για να αγοράσουν
κοψοχρονιάς και με ξένο χρήμα το δημόσιο πλούτο, να μεταθέτουν στα λαϊκά
νοικοκυριά και στους καταθέτες τις συνέπειες των ενεργειών τους, και ΚΑΝΕΙΣ να μη τους ζητά ευθύνες ή και να θέτει το εύλογο ζήτημα του ελέγχου των χρηματοδοτήσεων.
Είναι ένα αίτημα το οποίο πολιτικά οφείλει να αναδείξει η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΜΕΣΑ,
ειδικά σήμερα που οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν ενισχυθεί με
πακτωλούς δισεκατομμυρίων τα οποία φορτώθηκαν στις πλάτες του ελληνικού
λαού, και να το συνδέσει με το βασικό αίτημα της εθνικοποίησης των
τραπεζών.
Κι αυτό γιατί, για την αριστερά, δε χωράν αυταπάτες για το ρόλο του τραπεζικού συστήματος. Όπως είπε και ο Λένιν: «οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε κεφάλαιο που λειτουργεί, που αποδίνει δηλαδή κέρδος, συγκεντρώνουν κάθε λογής χρηματικούς πόρους και τους θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών».
Η
τραπεζική πίστωση δυναμώνει τη διαδικασία συγκέντρωσης των κεφαλαίων,
γιατί, παρόλο που οι τράπεζες δέχονται καταθέσεις από όλα τα κοινωνικά
στρώματα, δεν παρέχουν όμως πίστωση σε όλους, και ούτε με τους ίδιους
όρους. Με τους όρους με τους οποίους χρηματοδοτεί τις μεγάλες και
σθεναρές επιχειρήσεις ή αυτές που για διάφορους λόγους επιλέγει να
ενισχύσει, και τους δυσμενέστερους όρους ή την αποχή από πιστώσεις σε
μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα συμβάλλει
στην επιτάχυνση της διαδικασίας περιθωριοποίησης και καταστροφής των
μικρών επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τη συγκέντρωση της
οικονομικής ισχύος σε μια χούφτα κεφαλαιοκρατών.
Είναι απαραίτητο λοιπόν η αριστερά να θέτει με έμφαση το ζήτημα της εθνικοποίησης-κοινωνικοποίησης των τραπεζών, αλλά παράλληλα να το συνδέει με την εναλλακτική ριζοσπαστική της πρόταση για την οικονομία, δηλαδή την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση όλων των στρατηγικών τομέων και κλάδων της ελληνικής οικονομίας, και
όσων κλάδων και επιχειρήσεων κριθεί αναγκαίο, προκειμένου να υπηρετηθεί
στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και το
κοινωνικό σχέδιο, η απασχόληση και η παραγωγική ανασυγκρότηση. Μαζί με
τους στρατηγικούς τομείς, θα πρέπει να στοχεύει στο πέρασμα στο δημόσιο
ορισμένων κρίσιμων κλάδων της οικονομίας, στους οποίους η ελληνική
οικονομία διαθέτει παραγωγικές δυνατότητες και προοπτική, π.χ. Ναυπηγεία
και ναυπηγοεπισκευή. Η κυβέρνηση της αριστεράς, με την
εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και
την επιτυχή και αποδοτική έκβαση του εγχειρήματος, θα εγκαινιάσει μια
ουσιαστικότερη πορεία σταδιακής κοινωνικοποίησης των βασικών
μέσων παραγωγής και των οικονομικών λειτουργιών, με στρατηγικό ορίζοντα
το σοσιαλισμό, που θα έχει άμεσους και μεγάλους πρωταγωνιστές τις
δυνάμεις της εργασίας. (οι προτάσεις από τις ενναλακτικές εκδοχές της Αριστερής Πλατφόρμας που κατατέθηκαν στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ).
Με αυτήν
την προγραμματική και στρατηγική κατεύθυνση, μετά την κατάρτιση του
προϋπολογισμού, που θα συντάσσεται με δημοκρατικές και συμμετοχικές
διαδικασίες, π.χ. συμμετοχή των αιρετών περιφερειών, των δήμων, των
πανεπιστημίων, των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργάνων κτλ. και τη
δημοκρατική και κοινωφελή κατανομή των δημοσίων δαπανών, το
εθνικοποιημένο και με κοινωνικό και εργατικό έλεγχο χρηματοπιστωτικό
σύστημα θα συμβάλλει στην κατανομή των πόρων και την ενίσχυση των
τομέων, των κλάδων, των φορέων σύμφωνα με τις δημοκρατικά ηλειμμένες
αποφάσεις. Θα συμβάλλει στην επαναφορά στο δημόσιο επιχειρήσεων όπως
αναφέρονται παραπάνω, στην ενίσχυση του αγροτικού τομέα, των αγροτικών
και άλλων συνεταιρισμών, στη χρηματοδότηση της υγείας, της παιδείας, του
εθνικού οργανισμού φαρμάκου, της στέγασης, στην ενίσχυση των μικρών
επιχειρήσεων, στην ουσιαστική αποταμιευτική πολιτική, με επιτόκια πάνω
από τον πληθωρισμό, που δεν θα εξανεμίζουν τις λαϊκές καταθέσεις κ.ά.
Ακριβώς για να συνάδει με τη βασική επισήμανση, όπως την έθεσε ο Μάρξ: «δε
χωράει, τέλος, καμιά αμφιβολία ότι το πιστωτικό σύστημα θα χρησιμεύσει
σαν ένας ισχυρός μοχλός στη διάρκεια του περάσματος από τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον τρόπο παραγωγής της συνεταιρισμένης
εργασίας, αλλά απλώς σαν ένα στοιχείο σε σχέση με τους άλλους μεγάλους
οργανικούς μετασχηματισμούς που θα επέλθουν στον ίδιο τον τρόπο
παραγωγής. Αντίθετα, η αυταπάτη σχετικά με την τεράστια δύναμη του
πιστωτικού και του τραπεζικού συστήματος, με τη σοσιαλιστική έννοιά του,
πηγάζει από την πλήρη άγνοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και
του πιστωτικού συστήματος σα μιας από τις μορφές του».
Υ.Γ.
Σ΄αυτήν την εξελικτική πορεία της οικονομικής και παραγωγικής
ανασυγκρότησης θα κριθούν και τα όρια αντοχής, ανοχής, σύγκρουσης και
ρήξης με την ευρωζώνη και την Ε.Ε. Και όποιος αντέξει…
*Η Χριστίνα Σουλτανίδου είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου