23.1.12
Ο Σαρκαστής κι ο Διπλανός του.
Καθισμένοι στο παγκάκι, στην πλατεία, τυλιγμένοι με μια κουβέρτα, μάζευαν ήλιο και ιδέες.
- Αν ήμουνα Πρωθυπουργός ξέρεις τι θα έκανα; Είπε ο Σαρκαστής
- Θα πλήρωνες το νοίκι για να μην είμαστε στο δρόμο, απάντησε ο Διπλανός του.
- Πέρα από αυτό.
- Τι άλλο θα έκανες;
- Θα έλεγα σ’ εκείνους τους ηλίθιους τους Ευρωπαίους της κεντρικής τράπεζας να μου στείλουν μια τριαξονική νταλίκα γεμάτη 500 άρια.
- Άντε ρε…
- Χαρτί είναι, δεν έχει αντίκρισμα χρυσού. Τυπώνεις, κόβεις και μοιράζεις. Μια νταλίκα σε μας, κι από μια σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία.
- Κι ο πληθωρισμός;
- Ποιος πληθωρισμός. Όλα θα γίνονταν με άκρα μυστικότητα, κανένας δεν θα έπαιρνε μυρουδιά, άκρως απόρρητη αποστολή. Άκουσε τώρα…Θα έρχονταν οι δανειστές με ύφος να πάρουν τα χρωστούμενα, σίγουροι πως δεν υπάρχει σάλιο. Πόσα είναι τα ομόλογα καλόπαιδα; Τόσα δις κι ασφαλώς δεν τα έχεις…Χα, πάρτα να μη στα χρωστάω…
- Θα τους μούντζωνες;
- Όχι ρε, θα τους πλήρωνα…Το ίδιο θα έκαναν και υπόλοιποι συνάδελφοι Πρωθυπουργοί…Πού θα πήγαιναν τότε τα επιτόκια των αγορών; Στον πάτο…Πιο κάτω κι από της Μέρκελ…Χα χα…Δανείζεσαι μετά πολύ φθηνά και τα επιστρέφεις στην κεντρική τράπεζα. Λήγουν; Πάρτα… Τέλος το πρόβλημα του εξωτερικού χρέους…
- Δεν κατάλαβα τίποτα, είπε με απορία ο διπλανός του.
- Μα σου εκλαΐκευσα τα λεγόμενα του Βαρουφάκη.
- Του καθηγητή;
- Αμέ…Αντί για έκδοση εύρο ομολόγων, κατευθείαν ενοικιαζόμενο χρήμα…όπως ακριβώς και τα ομόλογα. Μήπως δεν τα λεω καλά;
- Εσύ καλά τα λες, έλα όμως που οι ευρωπαίοι θέλουν να μας φάνε τα πετρέλαια… Και οι κυβερνώντες προπουλάνε δανειζόμενοι ασύστολα…Απάντησε ο Διπλανός του και χασμουρήθηκε… Και δεν μου λες, αυτό το πεντακοσάρι είναι χρωματιστό… έχει το ίδιο μέγεθος με τα άλλα χαρτονομίσματα; Μήπως έχει πάνω του την προτομή του Ταμερλάνου;
Ο Σαρκαστής τον κοίταξε και δεν απάντησε. Το μυαλό του είχε φύγει για το «κούρεμα» που σύντομα θα γινόταν. Θα γλιτώναμε λεει 100 δις και θα μας χρέωναν την ίδια στιγμή με άλλα 130. Κι εμείς θα ήμασταν χαμογελαστοί μάγκες και σοβαροφανείς μαλάκες.
Ο Διπλανός του άπλωσε το χέρι και τον σκούντησε.
- Ρε φίλε κάνε μου μια χάρη…
Ο Σαρκαστής τον κοίταξε.
- Ακούω…
- Από εκείνα τα πεντακοσάρια που θα σου στείλουν, μπορείς να κρατήσεις ένα;
- Το θέλεις;
- Όχι για μένα.
- Αλλά;
- Θέλω να το στείλω σ’ εκείνη την Λαγκάρντ την κοκαλιάρα. Να έχει ν’ αγοράζει τυρόπιτες, μπας και πάρει λίγο απάνω της.
- Έγινε, απάντησε ο Σαρκαστής και χάθηκε ξανά στα οράματά του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου