6.12.10
Προς επιβεβαίωση του φόβου των μαζών
Ο φόβος, όχι της επανάληψης του Δεκέμβρη (αυτό δεν είναι δυνατό), αλλά της θεμιτότητας και της δυνατότητας μιας νέας κοινωνικής -και κοινωνικά νομιμοποιημένης, ιδίως σήμερα- εξέγερσης, που θα απειλήσει ξανά τα «άγια των αγίων» της καπιταλιστικής εξουσίας, γνωρίζοντας ίσως καλύτερα και πώς να τα υπερβεί, αυτός είναι που κάνει σήμερα το κράτος να «μιλά δυνατά» και να «συμπεριφέρεται» βίαια
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Οι ονομασίες των πολιτικών γεγονότων αποκτούν βαρύτητα όταν φέρνουν αποτελέσματα ευρύτατα αναγνωρισμένα. Όταν προκύπτουν σαφείς συνέπειες από το ότι ένα γεγονός αποκτά –ή αποτυγχάνει να αποκτήσει- μια ονομασία [1], το πώς θα ονομάσουμε αυτό το πολιτικό γεγονός γίνεται κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα. Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι μέχρι οι νικητές του Εμφυλίου να πάψουν να αποκαλούν τον Εμφύλιο «συμμοριτοπόλεμο» και, αντίστροφα, έναν αιώνα σχεδόν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι προσπάθειες να ξαναβαφτιστεί η επανάσταση πραξικόπημα γίνονται όλο και πιο συστηματικές.
Από το Δεκέμβρη του 2008, λοιπόν, μας απασχολεί σοβαρά –γιατί έχει πολιτικές συνέπειες- αν οι ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν «χάος», «ντόμινο βίας», «μαζικό κίνημα κουκουλοφόρων», «ωμότητες ακραίων ομάδων», «ανέξοδος σουρεαλισμός», «θορυβώδης εξπρεσιονισμός», «πορτοκαλί επανάσταση» (όλα τα παραπάνω λέχθηκαν και γράφτηκαν) – ή αν, από την άλλη πλευρά, επρόκειτο για «ποτάμι οργής», «κοινωνικό φαινόμενο», «κοινωνική έκρηξη», «εξέγερση».
Αν αρκούσε να προσχωρήσουμε σε κάποια ερμηνεία απλώς εξυπηρετική για τις τότε ή τις τρέχουσες πολιτικές «σκοπιμότητες», αν βάραινε ως κύριο κριτήριο επιλογής το κύρος των ερμηνευτών, αν τέλος αποδείκνυε κάτι η προσφυγή σε συγκρίσεις (του Δεκέμβρη με το Μάη του ’68, το Νοέμβρη του ’73, το Λος Άντζελες του ’92 ή τα παρισινά προάστια), θα είχαμε λύσει ανέξοδα την εξίσωση. Θα επικαλούμασταν αυτοδικαιωτικά, είτε στοιχεία ομοιότητας αυθαίρετα επιλεγμένα, είτε τον υποδιοικητή Μάρκος, τον Κάρολο Παπούλια [2], το 60% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα σε δημοσκόπηση των ημερών [3], εφημερίδες όπως η Guardian, η Monde και η Libération -χώρια τους πηχυαίους τίτλους τηλεοπτικών σταθμών, που (παραδόξως;) μίλησαν μέσα στο Δεκέμβρη για εξέγερση, δίχως να κατηγορηθούν ότι παρέχουν υπηρεσίες στοργής σε «κουκουλοφόρους».
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ούτε οι συγκρίσεις με παλιότερες εξεγέρσεις βοηθούν (το αντίθετο: αναιρούν την ιδιαιτερότητα και παραγνωρίζουν το ανεπανάληπτο κάθε κοινωνικού-πολιτικού γεγονότος), ούτε το κύρος των γραφίδων και των χειλέων αρκεί για να ερμηνεύσει (επί της εγκυρότητας, εξάλλου, δύσκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε πολλοί). Τίποτα από αυτά λοιπόν δεν αποτελεί δείκτη επαρκή και αξιόπιστο. Άρα πρέπει να πάμε από αλλού. Να ξεκινήσουμε, δηλαδή, λέγοντας ότι ο Δεκέμβρης έσπασε πολύ περισσότερα από το αναμενόμενο τζάμια, ότι δεν μοίραζε μόνο λουλούδια αλλά πετούσε και πέτρες (και μολότοφ) κι ότι ο δεξιότατος Ελεύθερος είχε απόλυτο δίκιο (μέσα στην εξαλλοσύνη του) όταν τόνιζε πως επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα είχαν να γίνουν εδώ απ’τη δεκαετία του ’40.
Πού πρέπει αλήθεια να αναζητηθεί το υποκείμενο των επιθέσεων και των εν γένει βίαιων ξεσπασμάτων του α-τζαμή Δεκέμβρη, οι πρωταγωνιστές αυτών των -κατά Randall Collins- «βίαιων καταστάσεων» που χαρακτήρισαν το ξέσπασμα – έστω και ενίοτε μόνο λόγω της θεαματικότητάς τους, έστω και «καπελώνοντας» ανηλεώς το φωτεινό και δημιουργικό του πρόσωπο;
Πού πρέπει αλήθεια να αναζητηθεί το υποκείμενο των επιθέσεων και των εν γένει βίαιων ξεσπασμάτων του α-τζαμή Δεκέμβρη, οι πρωταγωνιστές αυτών των -κατά Randall Collins- «βίαιων καταστάσεων» που χαρακτήρισαν το ξέσπασμα – έστω και ενίοτε μόνο λόγω της θεαματικότητάς τους, έστω και «καπελώνοντας» ανηλεώς το φωτεινό και δημιουργικό του πρόσωπο;
Ο Collins δεν θα αναζητούσε εναγωνίως «υποκινητές» – πολλώ δε μάλλον τον ιδεότυπο του βίαιου ανθρώπου ή της βίαιης, «χαοτικής» κοινωνικής ομάδας. Ο ίδιος υποστηρίζει πως, ακόμα κι αν η μαζική εμπλοκή σε βίαιες καταστάσεις μοιάζει στους εξωτερικούς παρατηρητές χαοτική ή ασυγκρότητη, εν τούτοις προϋποθέτει μια ισχυρή κοινωνική οργάνωση των δρώντων, ως αναγκαίο όρο για την υπέρβαση του φόβου που «κανονικά» αποτρέπει την ανάμειξη στη σύγκρουση [4]. Αυτή η δυνατότητα οργάνωσης (και άρα υπέρβασης του φόβου) μπορεί να αποδοθεί στη νεολαία ή τμήματά της. Όχι βεβαίως να ταυτιστεί με αυτήν συνολικά. Καθώς όμως η ίδια εντάσσεται ομοιόμορφα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς (σχολείο, Πανεπιστήμιο) και συγκροτεί κοινότητες έξω από τη σφαίρα της παραγωγής, είναι σε θέση να «χρησιμοποιεί» τους πόρους που της παρέχει η ένταξη αυτή με διαφορετικούς τρόπους, σε διάφορους τόπους και σε διαφορετικές συνθήκες.
Το Δεκέμβρη, έτσι, η νεολαία συγκρούεται με την αστυνομία και επιτίθεται σε σύμβολα της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας, από το Κολονάκι ως το Χαλάνδρι και από τη Φιλοθέη ως το Ζεφύρι. Οι επιδρομές εισαγγελέων στα σχολεία και οι επανειλημμένες προσπάθειες κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, που συστηματοποιήθηκαν μετά το Δεκέμβρη, δεν είναι παρά κινήσεις για την επιβολή ενός και μόνου τρόπου χρήσης των πόρων που παρέχει η ένταξη σε μηχανισμούς και ομάδες ομηλίκων. Κατά τη γνώμη μου, οι εκδικητικές αυτές κινήσεις είναι εξαρχής καταδικασμένες να αποτύχουν.
Απουσία ενός πολιτικού υποκειμένου μαζικού και ισχυρού, τόσο που να μπορεί να επωμιστεί τις κάθε είδους συγκρούσεις ανά την Ελλάδα (οΔεκέμβρης του 2010 δεν είχε κόμμα-πρωτοπορία, ούτε σχέδιο), οι «βίαιες καταστάσεις» του Δεκέμβρη δεν μπορούν να αποδοθούν σε φορείς πολιτικής βίας, αλλά συνιστούν εκδηλώσεις βίας μαζικής και κοινωνικά νομιμοποιημένης, ιδίως στις τάξεις των νέων και για λόγους που έχουν να κάνουν με την ταυτότητα του δολοφονημένου.
Ως προς τη μαζικότητα του φαινομένου, ετούτη βεβαιώνεται από τα πλέον έγκυρα χείλη (κι εδώ το κύρος βοηθά): «Ρωτήστε όλους εκείνους οι οποίοι σε κάθε γωνιά της Αθήνας μπορούν να πετάξουν μια μολότωφ και να βάλουν πυρκαγιά … η Αστυνομία δεν μπορεί να είναι παρούσα σε κάθε σημείο», θα πει ο Προκόπης Παυλόπουλος το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου [5]. Εξίσου σαφής θα είναι και ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ Βλάσσης Τσιατούρας: «Το βράδυ της Δευτέρας [σ.σ.: 8.12.2008], που σημειώθηκαν τα εκτεταμένα επεισόδια και οι τεράστιες καταστροφές, δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Μας επετίθεντο οι πάντες και από παντού» [6].
Ως προς τη μαζικότητα του φαινομένου, ετούτη βεβαιώνεται από τα πλέον έγκυρα χείλη (κι εδώ το κύρος βοηθά): «Ρωτήστε όλους εκείνους οι οποίοι σε κάθε γωνιά της Αθήνας μπορούν να πετάξουν μια μολότωφ και να βάλουν πυρκαγιά … η Αστυνομία δεν μπορεί να είναι παρούσα σε κάθε σημείο», θα πει ο Προκόπης Παυλόπουλος το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου [5]. Εξίσου σαφής θα είναι και ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ Βλάσσης Τσιατούρας: «Το βράδυ της Δευτέρας [σ.σ.: 8.12.2008], που σημειώθηκαν τα εκτεταμένα επεισόδια και οι τεράστιες καταστροφές, δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Μας επετίθεντο οι πάντες και από παντού» [6].
Ως προς την κοινωνική νομιμοποίηση, ας θυμηθούμε την πικρή διαπίστωση του «Βήματος» της 18ης Δεκεμβρίου 2008, που εικονίζοντας στην πρώτη του σελίδα μια νεαρή διαδηλώτρια (ένα από τα «πολλά πρόσωπα της νεανικής αμφσβήτησης», όπως γράφει η λεζάντα), σχολιάζει: «[Αυτό το] όμορφο, γλυκό, νεανικό, σε τίποτε δε μοιάζει με το σκληρό και απρόσωπο των κουκουλοφόρων και των βάνδαλων που γνωρίσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Συνυπάρχει όμως μαζί τους».
Η βία του Δεκέμβρη λοιπόν σίγουρα υπερτονίστηκε –τόσο από το κράτος, όσο και από τους αναρχικούς-, σα να ήταν το μόνο γνώρισμα του, σαν από αυτήν να προέκυπτε κάθετί κακό (ή καλό…). Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπήρξε αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του: η πιο ηχηρή απόδειξη της διάθεσής του να πάει πέρα από τα όρια του συμβιβασμού (δηλαδή του νόμου), είτε για να τον καταργήσει, είτε για να αποκαταστήσει την ισχύ του και να τον υπερασπιστεί (πρακτικά αναστέλλοντάς τον: η εξέγερση ως κατάσταση εξαίρεσης των από κάτω…). Βοηθά ίσως εδώ να θυμίσουμε ότι, για τον Πουλαντζά, ο νόμος αναγορεύει τα άτομα σε υποκείμενα νομικο-πολιτικά, εκπροσωπώντας την ενότητά τους ως λαού-έθνους, ενώ, παράλληλα με την καθιέρωση των διαφορών (εξατομίκευση), οργανώνει την ενοποίηση-ομογενοποίησή τους [7]. Είναι από εδώ που μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί ένας υποτυπώδης ορισμός της εξέγερσης: μια μορφή συλλογικής δράσης που αμφισβητεί-παρεμποδίζει-διαρρηγνύει την πολιτική ενότητα, την ενοποίηση δηλαδή των κοινωνικών διαφορών όπως αυτή οργανώνεται στο πεδίο του νόμου. Η εξέγερση μπορεί να κατανοηθεί, έτσι, ως εκδήλωση μιας κρίσης ηγεμονίας, της α-δυνατότητας δηλαδή να επιτευχθεί ο κατά Γκράμσι «συντονισμός» συμφερόντων εντός του κράτους (του κομματικού πολιτικού συστήματος κ.ο.κ.) και ως de facto αμφισβήτηση του νόμου· μεταξύ άλλων, και των εκδοχών του εκείνων που οριοθετούν τη (νόμιμη) άσκηση της βίας. Αυτό ήταν -μεταξύ πολλών άλλων- ο Δεκέμβρης και ως τέτοιο (εξέγερση) χαιρετίστηκε διεθνώς: από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Τουρκία, ως τη Γερμανία, την Αυστραλία και το Μεξικό.
Ήταν οι βίαιες «υπερβολές» του Δεκέμβρη η αιτία της έντασης της κρατικής και παρακρατικής βίας, που χαρακτήρισε το 2009 και σήμερα γνωρίζει νέα όξυνση; Όχι ακριβώς. Με το ίδιο σκεπτικό -το ισχυρίστηκε άλλωστε ο Καρατζαφέρης- θα έπρεπε να λέμε ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε η «αιτία» της σκλήρυνσης της Χούντας –η εξέγερση, και όχι η επίταση ενός πολιτικού «υπαρξιακού» φόβου που προκαλεί η θεμελιώδης αδικία…
Κακά τα ψέματα. Η αιτία είναι -πάντα ήταν- ο «φόβος των μαζών»: ο φόβος που ενέσπειραν το Δεκέμβρη του 2008 οι εξεγερμένοι ξεπερνώντας το φόβο τους, και ανακαλύπτοντας εξεγειρόμενοι όχι μόνο τα όρια αλλά και τις δυνατότητές τους. Αυτός ο φόβος, όχι της επανάληψης του Δεκέμβρη (αυτό δεν είναι δυνατό), αλλά της θεμιτότητας και της δυνατότητας μιας νέας κοινωνικής -και κοινωνικά νομιμοποιημένης: ιδίως σήμερα- εξέγερσης, που θα απειλήσει ξανά τα «άγια των αγίων» της καπιταλιστικής εξουσίας (ιδιοκτησία και κρατικό μονοπώλιο στη νόμιμη βία), γνωρίζοντας ίσως καλύτερα και πώς να τα υπερβεί, αυτός είναι που κάνει σήμερα το κράτος να «μιλά δυνατά» και να «συμπεριφέρεται» βίαια. Σήμερα, που ο συμβιβασμός στο πεδίο του νόμου δεν είναι δυνατός, πρώτα απ’όλα για τους αστούς. Σήμερα, που κλείνουν δύο χρόνια αφ΄ότου οι τρομαγμένοι βάλθηκαν να μας τρομάξουν -κι έκτοτε να μας απειλούν νυχθημερόν- με πράξεις και υποσχέσεις «έκτακτης ανάγκης».
[1] Tilly, Charles (2007), Κοινωνικά κινήματα 1768-2004 (μετάφραση: Θανάσης Τσακίρης), Σαββάλας: Αθήνα [2] Δηλώσεις του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια και της Προέδρου της Φινλανδιας κας Τarja Ηalonen μετα τη συνάντησή τους στο Ελσίνκι, Φινλανδία, 5.5.2009
[3] Καθημερινή, φ. 14.12.2008 και Ελευθεροτυπία, φ. 15.12.2008
[4] Collins, Randall (2007), «The Micro-sociology of Violent Confrontations», σε: Randall, Collins, Violence, Princeton University Press
[5] Δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών κ. Προκόπη Παυλόπουλου μετά την ολοκλήρωση της έκτακτης συνεδρίασης της Κυβερνητικής Επιτροπής, 9.12.2008
[6] Παρατίθεται στο: Καλαμαράς, Παναγιώτης (2008), «Κύριοι, αγαπάτε μας και αξύριστους, ξυρισμένους μας αγαπάνε όλοι», Πανοπτικόν 12
[7] Πουλαντζάς, Νίκος, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο: Αθήνα, σελ. 124-124
[3] Καθημερινή, φ. 14.12.2008 και Ελευθεροτυπία, φ. 15.12.2008
[4] Collins, Randall (2007), «The Micro-sociology of Violent Confrontations», σε: Randall, Collins, Violence, Princeton University Press
[5] Δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών κ. Προκόπη Παυλόπουλου μετά την ολοκλήρωση της έκτακτης συνεδρίασης της Κυβερνητικής Επιτροπής, 9.12.2008
[6] Παρατίθεται στο: Καλαμαράς, Παναγιώτης (2008), «Κύριοι, αγαπάτε μας και αξύριστους, ξυρισμένους μας αγαπάνε όλοι», Πανοπτικόν 12
[7] Πουλαντζάς, Νίκος, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο: Αθήνα, σελ. 124-124
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
http://www.youtube.com/watch?v=CzxIJN7gMO0
Δημοσίευση σχολίου