Γραφει ο Χρηστος Γιανναρας

Στην «Κ» της περασμένης Κυριακής, 5/12/2010, ο κ. Ευθ.-Φοίβος Παναγιωτίδης, επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, τόλμησε να θέσει το ερώτημα: «Ξέρει ο πρωθυπουργός (Γ. Α. Παπανδρέου) ελληνικά;». Αφορμή για το δημοσίευμά του αποτέλεσε κείμενο του Στάθη της «Ελευθεροτυπίας» και, συγκεκριμένα, η φράση: «Ο εντολοδόχος της τρόικας πρωθυπουργός Παπανδρέου άρχισε να κλίνει τη λέξη “πατριώτης” σε όλες τις πτώσεις – τις δύο που γνωρίζει».

Ο κ. Ε.-Φ.Π. δικαιολογεί το ενδιαφέρον του για το θέμα με το σκεπτικό ότι: «Αν η γλώσσα που παράγουμε είναι ενδεικτική της νόησής μας… αν ο εκφραστικός πλούτος υποδηλώνει, ανεξαιρέτως, βάθος σκέψης και ικανότητα για συνθετική συλλογιστική, ποιος θέλει στο τιμόνι (της χώρας) κάποιον που γνωρίζει μόνο δύο πτώσεις;».
Αποκρούει ο κ. Ε.-Φ.Π. τον «ισχυρισμό κάποιων» ότι «οι γλωσσικές δυσκολίες του πρωθυπουργού πηγάζουν από το γεγονός ότι τα ελληνικά δεν είναι μητρική του γλώσσα». Βέβαια η μητέρα του είναι Αμερικανίδα, αλλά ο πατέρας του, κατά τον αρθρογράφο, αποκλείεται να απευθυνόταν στο παιδί του αποκλειστικώς στα αγγλικά, «δεδομένου και των αγγλικών του Ανδρέα». Επιπλέον (το κυριότερο) και τα αγγλικά ο σημερινός πρωθυπουργός δεν τα μιλάει καθόλου με την άνεση μητρικής γλώσσας, «επαναλαμβάνει συλλαβές, κομπιάζει, κάνει σαρδάμ».
Ο γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Κύπρου δεν καταλήγει σε συμπέρασμα. Δηλώνει απλώς τι «υποψιάζεται»: Οτι η δυσγλωσσία του Γ. Α. Παπανδρέου οφείλεται σε «γενικότερη δυσκολία στη γλωσσική πραγμάτωση», που διαφέρει από τη «γλωσσική ικανότητα». Αλλο η γλωσσική ικανότητα, άλλο η πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας. Με αυτή τη διάκριση ο κ. Ε.-Φ.Π. κατορθώνει να θέσει ευπρεπέστατα το οξύτατο και δραματικό σήμερα για τον Ελληνισμό πρόβλημα επάρκειας του τιμονιέρη, χωρίς να διακινδυνεύει υπεύθυνη άποψη. Δεν είναι ο πρώτος. Κανένας ώς τώρα από τους έγκυρους και επιφανείς ομοτέχνους του ή και ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και οποιοσδήποτε σεβαστός για τη δημόσια εικόνα του πολίτη, δεν έχει τολμήσει να ψελλίσει αναφορά στο εξόφθαλμο πρόβλημα.
Σίγουρα η ανεπάρκεια γλωσσικής εκφραστικής δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με νοητική υστέρηση και πολιτική ανικανότητα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν διακρίθηκε ως ρήτορας και η δυσκολία του με τις ξένες γλώσσες έμεινε παροιμιώδης. Ομως ο λόγος του ήταν στέρεος, λογικά τετράγωνος, συχνά οι αφορισμοί του είχαν ενεργότερο αποτέλεσμα από αγορεύσεις συναρπαστικών ρητόρων. Κάτι ανάλογο έλεγαν οι παλαιότεροι και για τον σοφό της πολιτικής Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αντίθετα, ο εκπληκτικός σε ωριμότητα και σε ουσιαστικό περιεχόμενο ελληνοκεντρικός λόγος του Αντώνη Τρίτση ή του Κύπριου Ανδρέα Χριστοφίδη συνοδευόταν από μια παραλυτική πολιτική ανεπιτηδειότητα που ξάφνιαζε.
Το πρόβλημα που τίθεται στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού δεν είναι ούτε θετικά ούτε αντιθετικά ανάλογο. Δεν έχει καν σχέση με το ευρύτερο (κυρίαρχο σήμερα) φαινόμενο υποκατάστασης του πολιτικού λόγου από μιαν επιδέξια κενολογία, που εντυπωσιάζει ως ροή λέξεων χωρίς να συνιστά και ροή νοημάτων. Ο ευφυέστατος μάστορας αυτού του είδους είναι ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ολιγονοϊκή απομίμησή του ο λόγος της κ. Ντόρας Μητσοτάκη. Οι μετερχόμενοι το είδος μιλούν ακατάσχετα, με εντυπωσιακό λεξιλόγιο, πληθωρική εκφραστική, φυσιογνωμική ή χειρονομιών, διατυπώνοντας ασήμαντες κοινοτοπίες, ακροβατικές επιδείξεις σοβαροφανών εφέ.
Η περίπτωση του πρωθυπουργού είναι κάτι άλλο. Ανακαλεί αμέσως, στον κάποιας καλλιέργειας ακροατή, το σοφό απόσταγμα της εμπειρίας ότι «άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη». Σίγουρα σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, η γλώσσα «σημαίνει» την πραγματικότητα: όχι μόνο παραπέμπει στο σημαινόμενο, αλλά το καθιστά «νόημα», το ορίζει και ορίζοντάς το το φανερώνει – είναι «αποφαντική» της πραγματικότητας η λειτουργία της γλώσσας. Και στον σημερινό πρωθυπουργό μας αυτή η σχέση γλώσσας και νόησης, γλώσσας και πραγματικότητας, μοιάζει εξαιρετικά υποτονική, ωσάν η ικανότητα της σκέψης να μην επαρκεί για την ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Τα ακραία παραδείγματα φωτίζουν τη συνολική εικόνα: Δεν καταλαβαίνει ότι φράσεις όπως «είμαι πολύ συγκινημένος», είναι κωμικό να τις διαβάζει από το χαρτί που του έχουν ετοιμάσει. ΄Η ότι μόνο οι αφελείς αστοιχείωτοι σπεύδουν να χρησιμοποιήσουν, για επίδειξη «μόρφωσης», εκφράσεις που δεν ελέγχουν τη σημασία τους (: «μηδέν εις το πηλίκον», «εξ απαλών ονύχων» κ.λπ.).
Καθρέφτης της νοητικής επάρκειας είναι, συνήθως, το βλέμμα, η φυσιογνωμική έκφραση. Το άγλωσσο βλέμμα, σχεδόν βλέμμα πτηνού, το χαμόγελο που είναι μόνο σύσπαση και καθόλου φωτισμός του προσώπου, ακυρώνουν ακόμα και την πιθανή οξύνοια, το τάνυσμα των ευγενέστερων προθέσεων. Και όταν από αυτή τη φυσική μειονεξία απαιτούν οι συντάκτες των προεδρικών ρητορευμάτων την ηγεμονική χρήση πρώτου ενικού προσώπου («δεν θα επιτρέψω», «θα κάνω, «θα δείξω»), το αποτέλεσμα είναι, κυριολεκτικά, ευτράπελο.
Ομως εμείς σήμερα, οι ελληνώνυμοι κάτοικοι του βαλκανικού νότου, δίχως την παραμικρή πια ικανότητα αξιολόγησης ποιοτήτων και συνείδησης ευθυνών, αναθέτουμε στον πρώτο τυχόντα (χωρίς υπερβολή) φορέα φανταχτερού ονόματος να διαχειριστεί, όχι απλώς την οικονομική μας επιβίωση, την ελευθερία ή την υποδούλωσή μας, αλλά και θησαυρίσματα παναθρώπινης σημασίας και σπουδαιότητας: Αν θα επιβιώσει ζωντανή η γλώσσα (το βιωματικό φορτίο των λέξεων και η συντακτική ευγλωττία) του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Μελωδού Ρωμανού, αν θα σωθεί ως μέτρο και στόχος της ανθρώπινης συνύπαρξης η αθηναϊκή δημοκρατία και η ελληνορωμαϊκή οικουμένη, αν η θάλασσα και το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, που κάποτε γέννησαν την κριτική σκέψη και την αποκαλυπτική Τέχνη, θα παραδοθούν ή όχι στον βιασμό και στην ασέλγεια του αλητοτουρισμού και της άντλησης πετρελαίων.
Αλλοίμονο, είναι αδύνατο να υπάρξει Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας για να δικάσει τους ελλαδίτες πρωθυπουργούς που απεμπόλησαν το Αιγαίο, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή της γλώσσας, τον οικιστικό εκβαρβαρισμό της χώρας, παζαρεύουν για ψήφους τη Θράκη, έστησαν στη σκιά του Παρθενώνα τη νεοπλουτίστικη γυφτιά του κ. Τσουμί.
Και σκοτώνουν κάθε μέρα το τελευταίο απομεινάρι ελληνικότητας: τη γλώσσα.