30.11.13
Το ΔΝΤ αποστομώνει τον Σαμαρά για το πρωτογενές πλεόνασμα!
Όσο
κι αν φαίνεται παράδοξο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποστομώνει τις
θριαμβολογίες Σαμαρά για το πρωτογενές πλεόνασμα. Τον Οκτώβριο του
2012, δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
με τίτλο “Διεθνείς Οικονομικές Προβλέψεις – 2012".
Είναι εντυπωσιακό το ότι το ερευνητικό τμήμα της έκθεσης έρχεται σε σημαντική σύγκρουση και αποδομεί το πολιτικό.
Η επιστημονική ομάδα του ΔΝΤ αμφισβητεί σε μεγάλο βαθμό την οικονομική ορθοδοξία, όπως έχει εκφραστεί από την τρόικα σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία. Γενικά στηρίζει τη θέση ότι η δημοσιονομική λιτότητα, το ακριβό νόμισμα, μέσω της ύφεσης, αντί να επιλύσουν, περιπλέκουν και επαυξάνουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης.
Η έκθεση περιλαμβάνει και έξι περιπτωσιολογικές μελέτες. Στην πρώτη, για το βρετανικό χρέος αμέσως μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και για την ύφεση που ακολούθησε γίνεται ειδική αναφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα ως μια από τις βασικές αιτίες της ύφεσης και της ανεργίας.
Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο «Ένας είναι ο δρόμος, ο δεύτερος δρόμος», Εκδόσεις Κοροντζή.
«Την επομένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου είχε διογκωθεί φτάνοντας στο 140% του ΑΕΠ περίπου, και οι τιμές ήταν σχεδόν διπλάσιες από τα προπολεμικά επίπεδα. Οι προτεραιότητες των πολιτικών ήταν δύο. Πρώτον, η επιστροφή στον χρυσό κανόνα, στην προπολεμική ισοτιμία, για να αποκαταστήσουν το βρετανικό εμπόριο, την ευημερία και το κύρος της χώρας (Pollard, 1992,σ. 106). Δεύτερον, η αποπληρωμή του χρέους, προκειμένου να διατηρήσουν την παροιμιώδη φερεγγυότητα της Βρετανίας. Βέβαια, με το να επιστρέψει στην προπολεμική ισοτιμία, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την πρόθεση να αποδείξει τη δέσμευσή του να αποπληρώσει το χρέος σε πραγματικούς όρους, αντί να το κάνει με υποτιμημένο νόμισμα.
Για να πετύχει τους στόχους της, η βρετανική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πολιτικό μείγμα αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας και σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Το πρωτογενές πλεόνασμα έμεινε κοντά στο 7% του ΑΕΠ σε όλη τη δεκαετία του ’20. Αυτό έγινε εφικτό μέσα από μεγάλες μειώσεις των δαπανών χάρη στον «πέλεκυ του Γκέντες” (ο οποίος διορίστηκε πρόεδρος της Επιτροπής για τη Μείωση των Δαπανών το 1921) και στη συνέχιση των υψηλών επιπέδων φορολόγησης που είχαν εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο νομισματικό επίπεδο, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια στο 7% το 1920, για να στηρίξει την επιστροφή στην προπολεμική ισοτιμία η οποία, μαζί με τον προκαλούμενο αποπληθωρισμό [γενική πτώση του επιπέδου των τιμών]-- είχε ως αποτέλεσμα εξαιρετικά υψηλά πραγματικά επιτόκια.
Συνέπεια αυτών των μέτρων ήταν μια οικονομική επίδοση πολύ χαμηλή. Η βρετανική οικονομική μεγέθυνση ήταν αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο των αναπτυγμένων οικονομιών. Η ανεργία ήταν υψηλή και ο αποπληθωρισμός αποτελούσε το θέμα της ημέρας. Το πραγματικό ΑΕΠ το 1938 ήταν ελάχιστα υψηλότερο από το επίπεδο του 1918. Ο μέσος όρος της οικονομικής μεγέθυνσης ήταν της τάξης του 0,5 % ετησίως. Οι επιδόσεις αυτές δεν οφείλονταν μόνο στη Μεγάλη Ύφεση [του 1929] – το πραγματικό ΑΕΠ το 1928 ήταν επίσης χαμηλότερο από το 1918. Ο εξαγωγικός τομέας παρουσίασε σοβαρές ανεπάρκειες ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του νομίσματος – η πραγματική ισοτιμία παρασύρθηκε αρχικά προς τα πάνω , καθώς οι μειώσεις τιμών και μισθών απέτυχαν να συμβαδίσουν με την ονομαστική ανατίμηση. Η ανεργία έφτασε στο 11% το 1921. Η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής των μεγάλων μειώσεων στις τιμές και, αναγκαστικά, των μισθών. Μια σύγκριση με τις άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τη Γαλλία αλλά και τη Γερμανία, δείχνει ότι το κόστος αυτού του μείγματος σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής ήταν υψηλό. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν στην κυνική παρατήρηση του Κέινς (1928, σ. 218): « Είναι βέβαιο ότι δεν αποδίδει το να είσαι συνεπής».
Εάν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν είχαν καταφέρει να μειώσουν το χρέος και να αποκαταστήσουν τη βρετανική οικονομική μεγέθυνση και ευημερία, το βραχυπρόθεσμο κόστος ίσως θα είχε γίνει αποδεκτό. Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν. Στην πράξη, οι πολιτικές αυτές είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα : Η βρετανική ευημερία εμποδίστηκε από τη διπλή επιδίωξη της επιστροφής στην προπολεμική ισοτιμία και της δημοσιονομικής λιτότητας. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα μέσω υποτίμησης του νομίσματος και έτσι οι βρετανικές εξαγωγικές βιομηχανίες πλήρωσαν το ανάλογο τίμημα. Επιπλέον, η διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να διατηρεί υψηλά επιτόκια, τα οποία αύξησαν το βάρος του εθνικού χρέους και γενικά περιόρισαν την οικονομική δραστηριότητα – υπονομεύοντας περαιτέρω τα φορολογικά έσοδα.
Η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, που εφαρμόστηκε για να πληρωθεί το χρέος, μείωσε ακόμη περισσότερο την οικονομική μεγέθυνση. Το χρέος συνέχισε να αυξάνεται και έφτασε περίπου στο 170% του ΑΕΠ το 1930 και πάνω από 190% του ΑΕΠ το 1933. Μόλις το 1990, το βρετανικό δημόσιο χρέος προσέγγισε το επίπεδο που είχε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λόιντ Τζορτζ (1928) παρατήρησε για τη Βρετανία : « Η σημερινή ζωτικότητά της και η δύναμη κερδοφορίας της έχουν θυσιαστεί σε μεγάλο βαθμό στο βωμό της διατήρησης της ακεραιότητας και της καλής πίστης προς όλους τους πιστωτές, εγχώριους και ξένους».
Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνέβαλαν στο να μειώνεται το χρέος κατά 7% ετησίως, κατά μέσο όρο, αλλά αυτό πολύ εύκολα εξουδετερωνόταν από την αποπληθωριστική ύφεση και τα υψηλά επιτόκια, που πρόσθεταν μια κατά 12% αύξηση του χρέους ετησίως. Επιπλέον, η οικονομική μεγέθυνση συνέβαλε ελάχιστα έως καθόλου στη μείωση του χρέους. Μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου 1924 -28, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την εμπειρία μιας μέτριας οικονομικής μεγέθυνσης, το επίπεδο του χρέους μειώθηκε πραγματικά.
Το επεισόδιο αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου στο διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων είναι μια σπουδαία υπενθύμιση των δυσκολιών που δημιουργούνται από ένα μείγμα σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν ο εξαγωγικός τομέας περιορίζεται από μια υψηλή ισοτιμία”.
Είναι εντυπωσιακό το ότι το ερευνητικό τμήμα της έκθεσης έρχεται σε σημαντική σύγκρουση και αποδομεί το πολιτικό.
Η επιστημονική ομάδα του ΔΝΤ αμφισβητεί σε μεγάλο βαθμό την οικονομική ορθοδοξία, όπως έχει εκφραστεί από την τρόικα σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία. Γενικά στηρίζει τη θέση ότι η δημοσιονομική λιτότητα, το ακριβό νόμισμα, μέσω της ύφεσης, αντί να επιλύσουν, περιπλέκουν και επαυξάνουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης.
Η έκθεση περιλαμβάνει και έξι περιπτωσιολογικές μελέτες. Στην πρώτη, για το βρετανικό χρέος αμέσως μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και για την ύφεση που ακολούθησε γίνεται ειδική αναφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα ως μια από τις βασικές αιτίες της ύφεσης και της ανεργίας.
Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο «Ένας είναι ο δρόμος, ο δεύτερος δρόμος», Εκδόσεις Κοροντζή.
«Την επομένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου είχε διογκωθεί φτάνοντας στο 140% του ΑΕΠ περίπου, και οι τιμές ήταν σχεδόν διπλάσιες από τα προπολεμικά επίπεδα. Οι προτεραιότητες των πολιτικών ήταν δύο. Πρώτον, η επιστροφή στον χρυσό κανόνα, στην προπολεμική ισοτιμία, για να αποκαταστήσουν το βρετανικό εμπόριο, την ευημερία και το κύρος της χώρας (Pollard, 1992,σ. 106). Δεύτερον, η αποπληρωμή του χρέους, προκειμένου να διατηρήσουν την παροιμιώδη φερεγγυότητα της Βρετανίας. Βέβαια, με το να επιστρέψει στην προπολεμική ισοτιμία, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την πρόθεση να αποδείξει τη δέσμευσή του να αποπληρώσει το χρέος σε πραγματικούς όρους, αντί να το κάνει με υποτιμημένο νόμισμα.
Για να πετύχει τους στόχους της, η βρετανική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πολιτικό μείγμα αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας και σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Το πρωτογενές πλεόνασμα έμεινε κοντά στο 7% του ΑΕΠ σε όλη τη δεκαετία του ’20. Αυτό έγινε εφικτό μέσα από μεγάλες μειώσεις των δαπανών χάρη στον «πέλεκυ του Γκέντες” (ο οποίος διορίστηκε πρόεδρος της Επιτροπής για τη Μείωση των Δαπανών το 1921) και στη συνέχιση των υψηλών επιπέδων φορολόγησης που είχαν εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο νομισματικό επίπεδο, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια στο 7% το 1920, για να στηρίξει την επιστροφή στην προπολεμική ισοτιμία η οποία, μαζί με τον προκαλούμενο αποπληθωρισμό [γενική πτώση του επιπέδου των τιμών]-- είχε ως αποτέλεσμα εξαιρετικά υψηλά πραγματικά επιτόκια.
Συνέπεια αυτών των μέτρων ήταν μια οικονομική επίδοση πολύ χαμηλή. Η βρετανική οικονομική μεγέθυνση ήταν αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο των αναπτυγμένων οικονομιών. Η ανεργία ήταν υψηλή και ο αποπληθωρισμός αποτελούσε το θέμα της ημέρας. Το πραγματικό ΑΕΠ το 1938 ήταν ελάχιστα υψηλότερο από το επίπεδο του 1918. Ο μέσος όρος της οικονομικής μεγέθυνσης ήταν της τάξης του 0,5 % ετησίως. Οι επιδόσεις αυτές δεν οφείλονταν μόνο στη Μεγάλη Ύφεση [του 1929] – το πραγματικό ΑΕΠ το 1928 ήταν επίσης χαμηλότερο από το 1918. Ο εξαγωγικός τομέας παρουσίασε σοβαρές ανεπάρκειες ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του νομίσματος – η πραγματική ισοτιμία παρασύρθηκε αρχικά προς τα πάνω , καθώς οι μειώσεις τιμών και μισθών απέτυχαν να συμβαδίσουν με την ονομαστική ανατίμηση. Η ανεργία έφτασε στο 11% το 1921. Η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής των μεγάλων μειώσεων στις τιμές και, αναγκαστικά, των μισθών. Μια σύγκριση με τις άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τη Γαλλία αλλά και τη Γερμανία, δείχνει ότι το κόστος αυτού του μείγματος σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής ήταν υψηλό. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν στην κυνική παρατήρηση του Κέινς (1928, σ. 218): « Είναι βέβαιο ότι δεν αποδίδει το να είσαι συνεπής».
Εάν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν είχαν καταφέρει να μειώσουν το χρέος και να αποκαταστήσουν τη βρετανική οικονομική μεγέθυνση και ευημερία, το βραχυπρόθεσμο κόστος ίσως θα είχε γίνει αποδεκτό. Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν. Στην πράξη, οι πολιτικές αυτές είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα : Η βρετανική ευημερία εμποδίστηκε από τη διπλή επιδίωξη της επιστροφής στην προπολεμική ισοτιμία και της δημοσιονομικής λιτότητας. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα μέσω υποτίμησης του νομίσματος και έτσι οι βρετανικές εξαγωγικές βιομηχανίες πλήρωσαν το ανάλογο τίμημα. Επιπλέον, η διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να διατηρεί υψηλά επιτόκια, τα οποία αύξησαν το βάρος του εθνικού χρέους και γενικά περιόρισαν την οικονομική δραστηριότητα – υπονομεύοντας περαιτέρω τα φορολογικά έσοδα.
Η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, που εφαρμόστηκε για να πληρωθεί το χρέος, μείωσε ακόμη περισσότερο την οικονομική μεγέθυνση. Το χρέος συνέχισε να αυξάνεται και έφτασε περίπου στο 170% του ΑΕΠ το 1930 και πάνω από 190% του ΑΕΠ το 1933. Μόλις το 1990, το βρετανικό δημόσιο χρέος προσέγγισε το επίπεδο που είχε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λόιντ Τζορτζ (1928) παρατήρησε για τη Βρετανία : « Η σημερινή ζωτικότητά της και η δύναμη κερδοφορίας της έχουν θυσιαστεί σε μεγάλο βαθμό στο βωμό της διατήρησης της ακεραιότητας και της καλής πίστης προς όλους τους πιστωτές, εγχώριους και ξένους».
Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνέβαλαν στο να μειώνεται το χρέος κατά 7% ετησίως, κατά μέσο όρο, αλλά αυτό πολύ εύκολα εξουδετερωνόταν από την αποπληθωριστική ύφεση και τα υψηλά επιτόκια, που πρόσθεταν μια κατά 12% αύξηση του χρέους ετησίως. Επιπλέον, η οικονομική μεγέθυνση συνέβαλε ελάχιστα έως καθόλου στη μείωση του χρέους. Μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου 1924 -28, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε την εμπειρία μιας μέτριας οικονομικής μεγέθυνσης, το επίπεδο του χρέους μειώθηκε πραγματικά.
Το επεισόδιο αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου στο διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων είναι μια σπουδαία υπενθύμιση των δυσκολιών που δημιουργούνται από ένα μείγμα σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν ο εξαγωγικός τομέας περιορίζεται από μια υψηλή ισοτιμία”.
πηγή: sxedio-b.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου