4.11.08
Ποιοί και πώς βούλιαξαν την παγκόσμια οικονομία
Ο Φρανσουά Μορίν μιλάει στον Δημήτρη Κωνταντακόπουλο για την χρηματιστική κρίση: Ποιοί και πώς βούλιαξαν την παγκόσμια οικονομία
Το «μάτι» του Φρανουσά Μιττεράν στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας (Banque de France), διορισμένος στη συνέχεια από τον Λιονέλ Ζοσπέν στο Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης, που συμβουλεύει τον Γάλλο Πρωθυπουργό, ο Φρανσουά Μοράν ξέρει όσο λίγοι τι έχει συμβεί με τις τράπεζες, αφού παρακολούθησε «από τα μέσα», από την ίδια την καρδιά του τραπεζικού συτστήματος, τη σταδιακή δημιουργία των προϋποθέσεων του σημερινού παγκόσμιου κραχ.
Είχε άλλωστε προειδοποιήσει για τους κινδύνους και στο βιβλίο του «Ο τοίχος του χρήματος», που κυκλοφόρησε το 2006, και με ένα άρθρο που συνυπέγραψε στη Μοντ, προ μερικών μηνών, με τον Λιονέλ Ζοσπέν. Σήμερα, το τηλέφωνο του Μοράν δεν σταματάει να χτυπάει. Απασχολημένοι για πάρα πολλά χρόνια οι Γάλλοι (όπως και σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι) πολιτικοί να «εκτελούν τις εντολές» των τραπεζιτών και να τις ωραιοποιούν μετά στις τηλεοράσεις, δεν καταλαβαίνουν καν τι έχει συμβεί, δεν ξέρουν πως λειτουργεί το σύστημα που οι ίδιοι επέτρεψαν να δημιουργηθεί.
Απευθυνθήκαμε και μεις στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Τουλούζης για να μας «ξεναγήσει», με τον τόσο παιδαγωγικό τρόπο του, στους μαιάνδρους της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής και τον λαβύρινθο των αιτίων που προκάλεσαν την τωρινή κρίση. Παραθέτουμε στη συνέχεια τα κυριότερα σημεία...της συζήτησής μας μαζί του.
Τα subprimes (υποάριστα) δεν είναι, μας λέει ο Μοράν, παρά η κορυφή του «παγόβουνου» και μάλιστα όχι το πιο απειλητικό του τμήμα. Το πιο απειλητικό του τμήμα είναι τα CDS (credit default swaps), ο όγκος των οποίων (60 τρις δολλάρια) υπερβαίνει τον όγκο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Εκεί είναι η πραγματική ωρολογιακή βόμβα του συστήματος.
Για να κατεβάσουν τον κίνδυνο, αλλά και για να δημιουργήσουν νέα περιθώρια κέρδους δημιούργησαν μια σειρά νέα προϊόντα, όπως τα θλιβερά παρ’ ημίν γνωστά δομημένα ομόλογα.
Για να κάνουν «αξιοπρεπείς» τις επισφαλείς τοποθετήσεις τις ανακάτεψαν με άλλες πιο εξασφαλισμένες, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μη μπορεί σήμερα να υπολογιστεί με ακρίβεια το τμήμα του χρέους που είναι «σάπιο». Είναι μας λέει όπως η κινέζικη μελαμίνη, άμα την ανακατέψεις με κανονικό γάλα μετά χαλάει όλο, δεν μπορείς να τη ξαναβγάλεις.
Αυτό συνέβη και με τα τραπεζικά και ασφαλιστικά παράγωγα προϊόντα στα οποία «έκρυψαν» τις επισφάλειες, κι έτσι ολόκληρο τώρα το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πάθει «μελαμινίτιδα». Οι ηγέτες μας θα μπορούσαν να αφήσουν να χρεωκοπήσουν μερικές τράπεζες – δεν μπορούν όμως να το κάνουν γιατί αυτό στη συνέχεια θα συμπαρέσυρε και τις ασφάλειες των τραπεζών, δηλαδή τελικά το σύνολο των χρηματιστικών θεσμών.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε η αγορά των καλύψεων, των καλύψεων των καλύψεων κ.ο.κ. ‘Ολοι είναι έτσι ασφαλισμένοι, αν όμως αρχίσουν πράγματι να χρεωκοπούν ο ένας μετά τον άλλο, οδηγείται σε κατάρρευση όλο το σύστημα. Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι χρηματιστές και οι τραπεζίτες βρήκαν έναν τρόπο να μετακυλίσουν όλους τους «επενδυτικούς κινδύνους» σε κάποιον άλλο – στο τέλος όμως της αλυσσίδας δεν υπάρχει κανείς άλλος από τα κράτη και τις κοινωνίες για να πληρώσει το «φέσι».
Τα πράγματα χειροτέρευσαν από τον τρόπο που αξιολογούσαν τα χρηματιστικά προϊόντα και ιδρύματα οι εξειδικευμένες εταιρείες (agencies de notation) που ίδρυσαν οι ... ίδιες οι μεγάλες τράπεζες! Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να πει ακριβώς πόσο είναι το «σάπιο» χρέος που κρύβεται μέσα στο υπόλοιπο. Αρχικά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μιλούσε για 400 δις δολλάρια, μετά για 900, τώρα μιλάει για 1400 και κανείς δεν ξέρει πόσο πράγματι θα αποδειχθεί.
Το σημερινό εξαιρετικά μαθηματικοποιημένο και περίπλοκο σύστημα τραπεζικών και χρηματιστικών τοποθετήσεων είναι το αποκορύφωμα δεκαετιών «απελευθέρωσης» αγορών και παικτών.
Μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τον πρώτο «θεμέλιο λίθο» του, πιστεύει ο Μοράν, στις αποφάσεις του Μπρέτον Γουντς, το 1944, με τις οποίες οι Αμερικανοί επέβαλαν ως παγκόσμιο νόμισμα το δολλάριο. Η ανάπτυξη των πολυεθνικών οδήγησε σε αντίστοιχη χρηματοπιστωτική κάλυψη, ενώ η δημιουργία του «ευρωδολλαρίου» το 1958, επέτρεψε τη σταδιακή ανάδυση της αγοράς του Λονδίνου. Μεταξύ 1950 και 1970 σχηματίστηκε σιγά-σιγά το σύστημα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών, με δηλωμένο σκοπό την «απελευθέρωση» του χρήματος από τον «ζυγό» της κρατικής εξουσίας.
Η εγκατάλειψη του Μπρέτον Γουντς το 1971, εξαιτίας της υποτίμησης του δολλαρίου και της πτωτικής τάσης του αμερικανικού επιτοκίου, οδήγησε στην πρώτη μεγάλη «απελευθέρωση», την απελευθέρωση των ισοτιμιών. Και όπως όλες οι «απελευθερώσεις» που θα ακολουθήσουν, αφενός δημιουργεί μια μεγάλη δυνατότητα κερδοσκοπίας, αφετέρου μια αγορά ασφάλισης (couverture) έναντι της κερδοσκοπίας των διακυμάνσεων (όπως και μιας ασφάλισης της ασφάλισης, ασφάλισης της ασφάλισης της ασφάλισης κ.ο.κ)
Τα πετρελαϊκά σοκ του 1973 και του 1979 μετασχημάτισαν βαθιά, με την ανακύκλωση των πετροδολλαρίων, τα παγκόσμια χρηματιστικά δίκτυα, ενώ επετράπη, με τη μεταρρύθμιση των τραπεζικών συστημάτων των κυριότερων χωρών, η δημιουργία μεγάλων αγορών υποχρεώσεων (obligations) για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων.
Η δεύτερη μεγάλη «απελευθέρωση», μας λέει ο Morin, αφορά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, με τη δημιουργία των παράγωγων προϊόντων στη δεκαετία του 1980, που αποσκοπούν στην «κάλυψη» έναντι των κινδύνων από τις αλλαγές ισοτιμιών και επιτοκίων. Παράλληλα όμως με την «απελευθέρωση» της αγοράς, δηλ. της τιμής του χρήματος (ισοτιμία) και των επιτοκίων, σημειώνεται μια δεύτερη «απελευθέρωση», των «παικτών», των κεφαλαίων αυτή τη φορά, με τη φορολογική μεταρρύθμιση που αλλάζει το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, πηγαίνοντάς το από την ασφάλιση με δεδομένη ανταπόδοση, εξαρτώμενη από τις εισφορές, στην ανταπόδοση επί τη βάσει επενδυτικής απόδοσης του κεφαλαίου (από defined benefit σε defined contribution). Χρηματιστικές εταιρείες αρχικά και στη συνέχεια τράπεζες αναλαμβάνουν τη διαχείριση τεραστίων κεφαλαίων και το πρώτο που φροντίζουν είναι να εξασφαλίσουν μεγάλες πάγιες αποδόσεις χωρίς ανάληψη από τις ίδιες κανενός κινδύνου (και προπάντων από τα στελέχη τους, τους μάνατζερ, που αποκτούν όλο και μεγαλύτερο ρόλο, εξ ου και τα εξωφρενικά μπόνους και τα «χρυσά αλεξίπτωτα»).
Οι διαχειριστές των κεφαλαίων απαιτούν τώρα στάνταρ 20% απόδοση κεφαλαίου για τις εισηγμένες επιχειρήσεις, 25% για τις μη εισηγμένες, κέρδη δηλαδή τεράστια εν σχέσει με την πραγματική μεγέθυνση της οικονομίας, γεγονός που αλλάζει βαθιά τον χαρακτήρα της επιχείρησης, μας λέει ο Μοράν. Πάμε από το μοντέλο του επιχειρηματία – «οικογενειάρχη», που έκανε μακροχρόνιο προγραμματισμό και είχε τη δυνατότητα να παίρνει υπόψι του το προσωπικό του ή να κάνει μακροχρόνια επένδυση, σε έναν τύπο επιχειρηματία που βρίσκεται υπό διαρκή τρομερή πίεση και κρίνεται ακόμα και από τις τρίμηνες αποδόσεις της επιχείρησης, και ο οποίος συχνά δεν έχει άλλη επιλογή από το να τσακίσει τους εργαζόμενους ή την ποιότητα.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί είχαν μια τεράστια επίδραση στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας. Αλλά και δημιούργησαν μια τεράστια χρηματιστική «φούσκα». Οι παγκόσμιες καταθέσεις, λέει ο Καθηγητής Μοράν, το χρήμα δηλ.που κυκλοφορεί, είναι 60 τρις δολλάρια, τη στιγμή που στη διατραπεζική αγορά ανταλάσσονται ετησίως 2.000 τρις δολλάρια, μόνο το 3% των οποίων αντιστοιχεί στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Η περιουσία των περίπου 90.000 «υπερπλούσιων» του πλανήτη (με περιουσία άνω του ενός δις δολλαρίων) υπολογίζεται από την Μέριλ Λιντς σε 13 τρις δολλάρια έναντι 48 τρις δολλαρίων παγκόσμιου ΑΕΠ, από τα οποία το ένα τρίτο αντιστοιχεί στις παγκόσμιες εμπορικές ανταλλαγές.
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα, λέει ο Μοράν, μπορεί κανείς να διακρίνει τρία «σενάρια» πιθανών εξελίξεων. Το πρώτο, ίσως το πιο πιθανό, θα είναι η αρχική σταθεροποίηση του συστήματος, που επιχειρείται τώρα με την εισαγωγή ρευστότητας στις κινδυνεύουσες τράπεζες (δημόσιου χρήματος δηλαδή από τους φορολογουμένους, γεγονός που θα επηρεάσει φυσικά τα ελλείμματα και την πραγματική οικονομία) και με την εγγύηση των διατραπεζικών δανείων μέχρι το τέλος 2009. Οι κυβερνήσεις θα κάνουν τα πάντα για να μη χρεωκοπήσει το σύστημα και ενδεχομένως θα εισάγουν μερικές μεγαλύτερες ρυθμίσεις. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι, ιδίως αν οι ρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς, μια νέα και πιο επικίνδυνη χρηματιστική φούσκα θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Το δεύτερο, αρκετά πιθανό σενάριο, είναι η βίαιη ρήξη της ισορροπίας, με ύφεση, μαζική ανεργία, κοινωνικές συγκρούσεις, ολοκληρωτικές εκτροπές, αναδιπλώσεις σε ταυτότητες και συρράξεις. Το τρίτο, το πιο αισιόδοξο και το λιγότερο πιθανό σενάριο, είναι μια αληθινή συνειδητοποίηση των προβλημάτων σε πλανητική κλίμακα και η αντιμετώπισή τους σε βάθος, μια αντιθμετώπιση που, κατά τον Μοράν, δεν μπορεί τελικά να αποφύγει το ζήτημα του ίδιου του χρήματος. Αν και αποφεύγει να εκφρασθεί με απόλυτη σαφήνεια στο σημείο αυτό, δείχνει μάλλον να πιστεύει στην μακροπρόθεσμη προοπτική ενός παγκόσμιου χρήματος, μεταβατικά όμως αυτό θα μπορούσε να πάρει τη μορφή περιφερειακών νομισμάτων, που θα ανταλλάσονται μεταξύ τους όχι ίσως με τελείως πάγιες ισοτιμίες, αλλά πάντως με ένα κάπως ρυθμισμένο σύστημα ανταλλαγών (και με ανταποδοτικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό κάθε νομισματικής ζώνης). (Για το ευρώ πιστεύει ότι έχει ανάγκη βαθιάς μεταρρύθμισης).
Φύση αισιθόδοξη, ο Μοράν παραμένει πολύ ανήσυχος και αγανακτισμένος. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας συνάντησης Μπους, Μπαρόζο και Σαρκοζί, διερωτάται πως είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι οι G-8 μαζί με δύο-τρία ακόμα κράτη μπορούν να καθορίσουν τις τύχες όλης της ανθρωπότητας και ζητάει μια μεταφορά της συζήτησης στο μόνο αληθινά παγκόσμιο φόρουμ, τον ΟΗΕ.
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Το «μάτι» του Φρανουσά Μιττεράν στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας (Banque de France), διορισμένος στη συνέχεια από τον Λιονέλ Ζοσπέν στο Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης, που συμβουλεύει τον Γάλλο Πρωθυπουργό, ο Φρανσουά Μοράν ξέρει όσο λίγοι τι έχει συμβεί με τις τράπεζες, αφού παρακολούθησε «από τα μέσα», από την ίδια την καρδιά του τραπεζικού συτστήματος, τη σταδιακή δημιουργία των προϋποθέσεων του σημερινού παγκόσμιου κραχ.
Είχε άλλωστε προειδοποιήσει για τους κινδύνους και στο βιβλίο του «Ο τοίχος του χρήματος», που κυκλοφόρησε το 2006, και με ένα άρθρο που συνυπέγραψε στη Μοντ, προ μερικών μηνών, με τον Λιονέλ Ζοσπέν. Σήμερα, το τηλέφωνο του Μοράν δεν σταματάει να χτυπάει. Απασχολημένοι για πάρα πολλά χρόνια οι Γάλλοι (όπως και σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι) πολιτικοί να «εκτελούν τις εντολές» των τραπεζιτών και να τις ωραιοποιούν μετά στις τηλεοράσεις, δεν καταλαβαίνουν καν τι έχει συμβεί, δεν ξέρουν πως λειτουργεί το σύστημα που οι ίδιοι επέτρεψαν να δημιουργηθεί.
Απευθυνθήκαμε και μεις στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Τουλούζης για να μας «ξεναγήσει», με τον τόσο παιδαγωγικό τρόπο του, στους μαιάνδρους της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής και τον λαβύρινθο των αιτίων που προκάλεσαν την τωρινή κρίση. Παραθέτουμε στη συνέχεια τα κυριότερα σημεία...της συζήτησής μας μαζί του.
Τα subprimes (υποάριστα) δεν είναι, μας λέει ο Μοράν, παρά η κορυφή του «παγόβουνου» και μάλιστα όχι το πιο απειλητικό του τμήμα. Το πιο απειλητικό του τμήμα είναι τα CDS (credit default swaps), ο όγκος των οποίων (60 τρις δολλάρια) υπερβαίνει τον όγκο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Εκεί είναι η πραγματική ωρολογιακή βόμβα του συστήματος.
Για να κατεβάσουν τον κίνδυνο, αλλά και για να δημιουργήσουν νέα περιθώρια κέρδους δημιούργησαν μια σειρά νέα προϊόντα, όπως τα θλιβερά παρ’ ημίν γνωστά δομημένα ομόλογα.
Για να κάνουν «αξιοπρεπείς» τις επισφαλείς τοποθετήσεις τις ανακάτεψαν με άλλες πιο εξασφαλισμένες, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μη μπορεί σήμερα να υπολογιστεί με ακρίβεια το τμήμα του χρέους που είναι «σάπιο». Είναι μας λέει όπως η κινέζικη μελαμίνη, άμα την ανακατέψεις με κανονικό γάλα μετά χαλάει όλο, δεν μπορείς να τη ξαναβγάλεις.
Αυτό συνέβη και με τα τραπεζικά και ασφαλιστικά παράγωγα προϊόντα στα οποία «έκρυψαν» τις επισφάλειες, κι έτσι ολόκληρο τώρα το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πάθει «μελαμινίτιδα». Οι ηγέτες μας θα μπορούσαν να αφήσουν να χρεωκοπήσουν μερικές τράπεζες – δεν μπορούν όμως να το κάνουν γιατί αυτό στη συνέχεια θα συμπαρέσυρε και τις ασφάλειες των τραπεζών, δηλαδή τελικά το σύνολο των χρηματιστικών θεσμών.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε η αγορά των καλύψεων, των καλύψεων των καλύψεων κ.ο.κ. ‘Ολοι είναι έτσι ασφαλισμένοι, αν όμως αρχίσουν πράγματι να χρεωκοπούν ο ένας μετά τον άλλο, οδηγείται σε κατάρρευση όλο το σύστημα. Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι χρηματιστές και οι τραπεζίτες βρήκαν έναν τρόπο να μετακυλίσουν όλους τους «επενδυτικούς κινδύνους» σε κάποιον άλλο – στο τέλος όμως της αλυσσίδας δεν υπάρχει κανείς άλλος από τα κράτη και τις κοινωνίες για να πληρώσει το «φέσι».
Τα πράγματα χειροτέρευσαν από τον τρόπο που αξιολογούσαν τα χρηματιστικά προϊόντα και ιδρύματα οι εξειδικευμένες εταιρείες (agencies de notation) που ίδρυσαν οι ... ίδιες οι μεγάλες τράπεζες! Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να πει ακριβώς πόσο είναι το «σάπιο» χρέος που κρύβεται μέσα στο υπόλοιπο. Αρχικά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μιλούσε για 400 δις δολλάρια, μετά για 900, τώρα μιλάει για 1400 και κανείς δεν ξέρει πόσο πράγματι θα αποδειχθεί.
Το σημερινό εξαιρετικά μαθηματικοποιημένο και περίπλοκο σύστημα τραπεζικών και χρηματιστικών τοποθετήσεων είναι το αποκορύφωμα δεκαετιών «απελευθέρωσης» αγορών και παικτών.
Μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τον πρώτο «θεμέλιο λίθο» του, πιστεύει ο Μοράν, στις αποφάσεις του Μπρέτον Γουντς, το 1944, με τις οποίες οι Αμερικανοί επέβαλαν ως παγκόσμιο νόμισμα το δολλάριο. Η ανάπτυξη των πολυεθνικών οδήγησε σε αντίστοιχη χρηματοπιστωτική κάλυψη, ενώ η δημιουργία του «ευρωδολλαρίου» το 1958, επέτρεψε τη σταδιακή ανάδυση της αγοράς του Λονδίνου. Μεταξύ 1950 και 1970 σχηματίστηκε σιγά-σιγά το σύστημα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών, με δηλωμένο σκοπό την «απελευθέρωση» του χρήματος από τον «ζυγό» της κρατικής εξουσίας.
Η εγκατάλειψη του Μπρέτον Γουντς το 1971, εξαιτίας της υποτίμησης του δολλαρίου και της πτωτικής τάσης του αμερικανικού επιτοκίου, οδήγησε στην πρώτη μεγάλη «απελευθέρωση», την απελευθέρωση των ισοτιμιών. Και όπως όλες οι «απελευθερώσεις» που θα ακολουθήσουν, αφενός δημιουργεί μια μεγάλη δυνατότητα κερδοσκοπίας, αφετέρου μια αγορά ασφάλισης (couverture) έναντι της κερδοσκοπίας των διακυμάνσεων (όπως και μιας ασφάλισης της ασφάλισης, ασφάλισης της ασφάλισης της ασφάλισης κ.ο.κ)
Τα πετρελαϊκά σοκ του 1973 και του 1979 μετασχημάτισαν βαθιά, με την ανακύκλωση των πετροδολλαρίων, τα παγκόσμια χρηματιστικά δίκτυα, ενώ επετράπη, με τη μεταρρύθμιση των τραπεζικών συστημάτων των κυριότερων χωρών, η δημιουργία μεγάλων αγορών υποχρεώσεων (obligations) για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων.
Η δεύτερη μεγάλη «απελευθέρωση», μας λέει ο Morin, αφορά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, με τη δημιουργία των παράγωγων προϊόντων στη δεκαετία του 1980, που αποσκοπούν στην «κάλυψη» έναντι των κινδύνων από τις αλλαγές ισοτιμιών και επιτοκίων. Παράλληλα όμως με την «απελευθέρωση» της αγοράς, δηλ. της τιμής του χρήματος (ισοτιμία) και των επιτοκίων, σημειώνεται μια δεύτερη «απελευθέρωση», των «παικτών», των κεφαλαίων αυτή τη φορά, με τη φορολογική μεταρρύθμιση που αλλάζει το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, πηγαίνοντάς το από την ασφάλιση με δεδομένη ανταπόδοση, εξαρτώμενη από τις εισφορές, στην ανταπόδοση επί τη βάσει επενδυτικής απόδοσης του κεφαλαίου (από defined benefit σε defined contribution). Χρηματιστικές εταιρείες αρχικά και στη συνέχεια τράπεζες αναλαμβάνουν τη διαχείριση τεραστίων κεφαλαίων και το πρώτο που φροντίζουν είναι να εξασφαλίσουν μεγάλες πάγιες αποδόσεις χωρίς ανάληψη από τις ίδιες κανενός κινδύνου (και προπάντων από τα στελέχη τους, τους μάνατζερ, που αποκτούν όλο και μεγαλύτερο ρόλο, εξ ου και τα εξωφρενικά μπόνους και τα «χρυσά αλεξίπτωτα»).
Οι διαχειριστές των κεφαλαίων απαιτούν τώρα στάνταρ 20% απόδοση κεφαλαίου για τις εισηγμένες επιχειρήσεις, 25% για τις μη εισηγμένες, κέρδη δηλαδή τεράστια εν σχέσει με την πραγματική μεγέθυνση της οικονομίας, γεγονός που αλλάζει βαθιά τον χαρακτήρα της επιχείρησης, μας λέει ο Μοράν. Πάμε από το μοντέλο του επιχειρηματία – «οικογενειάρχη», που έκανε μακροχρόνιο προγραμματισμό και είχε τη δυνατότητα να παίρνει υπόψι του το προσωπικό του ή να κάνει μακροχρόνια επένδυση, σε έναν τύπο επιχειρηματία που βρίσκεται υπό διαρκή τρομερή πίεση και κρίνεται ακόμα και από τις τρίμηνες αποδόσεις της επιχείρησης, και ο οποίος συχνά δεν έχει άλλη επιλογή από το να τσακίσει τους εργαζόμενους ή την ποιότητα.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί είχαν μια τεράστια επίδραση στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας. Αλλά και δημιούργησαν μια τεράστια χρηματιστική «φούσκα». Οι παγκόσμιες καταθέσεις, λέει ο Καθηγητής Μοράν, το χρήμα δηλ.που κυκλοφορεί, είναι 60 τρις δολλάρια, τη στιγμή που στη διατραπεζική αγορά ανταλάσσονται ετησίως 2.000 τρις δολλάρια, μόνο το 3% των οποίων αντιστοιχεί στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Η περιουσία των περίπου 90.000 «υπερπλούσιων» του πλανήτη (με περιουσία άνω του ενός δις δολλαρίων) υπολογίζεται από την Μέριλ Λιντς σε 13 τρις δολλάρια έναντι 48 τρις δολλαρίων παγκόσμιου ΑΕΠ, από τα οποία το ένα τρίτο αντιστοιχεί στις παγκόσμιες εμπορικές ανταλλαγές.
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα, λέει ο Μοράν, μπορεί κανείς να διακρίνει τρία «σενάρια» πιθανών εξελίξεων. Το πρώτο, ίσως το πιο πιθανό, θα είναι η αρχική σταθεροποίηση του συστήματος, που επιχειρείται τώρα με την εισαγωγή ρευστότητας στις κινδυνεύουσες τράπεζες (δημόσιου χρήματος δηλαδή από τους φορολογουμένους, γεγονός που θα επηρεάσει φυσικά τα ελλείμματα και την πραγματική οικονομία) και με την εγγύηση των διατραπεζικών δανείων μέχρι το τέλος 2009. Οι κυβερνήσεις θα κάνουν τα πάντα για να μη χρεωκοπήσει το σύστημα και ενδεχομένως θα εισάγουν μερικές μεγαλύτερες ρυθμίσεις. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι, ιδίως αν οι ρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς, μια νέα και πιο επικίνδυνη χρηματιστική φούσκα θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Το δεύτερο, αρκετά πιθανό σενάριο, είναι η βίαιη ρήξη της ισορροπίας, με ύφεση, μαζική ανεργία, κοινωνικές συγκρούσεις, ολοκληρωτικές εκτροπές, αναδιπλώσεις σε ταυτότητες και συρράξεις. Το τρίτο, το πιο αισιόδοξο και το λιγότερο πιθανό σενάριο, είναι μια αληθινή συνειδητοποίηση των προβλημάτων σε πλανητική κλίμακα και η αντιμετώπισή τους σε βάθος, μια αντιθμετώπιση που, κατά τον Μοράν, δεν μπορεί τελικά να αποφύγει το ζήτημα του ίδιου του χρήματος. Αν και αποφεύγει να εκφρασθεί με απόλυτη σαφήνεια στο σημείο αυτό, δείχνει μάλλον να πιστεύει στην μακροπρόθεσμη προοπτική ενός παγκόσμιου χρήματος, μεταβατικά όμως αυτό θα μπορούσε να πάρει τη μορφή περιφερειακών νομισμάτων, που θα ανταλλάσονται μεταξύ τους όχι ίσως με τελείως πάγιες ισοτιμίες, αλλά πάντως με ένα κάπως ρυθμισμένο σύστημα ανταλλαγών (και με ανταποδοτικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό κάθε νομισματικής ζώνης). (Για το ευρώ πιστεύει ότι έχει ανάγκη βαθιάς μεταρρύθμισης).
Φύση αισιθόδοξη, ο Μοράν παραμένει πολύ ανήσυχος και αγανακτισμένος. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας συνάντησης Μπους, Μπαρόζο και Σαρκοζί, διερωτάται πως είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι οι G-8 μαζί με δύο-τρία ακόμα κράτη μπορούν να καθορίσουν τις τύχες όλης της ανθρωπότητας και ζητάει μια μεταφορά της συζήτησης στο μόνο αληθινά παγκόσμιο φόρουμ, τον ΟΗΕ.
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου