11.6.10
Το χορόδραμα της φακής
«Πού να είναι άραγε;» αναρωτήθηκε για όγδοη φορά στο ίδιο απόγευμα. Από νωρίς έψαχνε ένα πιστοποιητικό που της είχαν ζητήσει από μια δημόσια υπηρεσία και δεν το είχε βρεί ακόμα και κόντευε εννιά. Άνοιγε φακέλλους, έκλεινε ντοσιέ, άνοιγε κουτιά, τα άδειαζε από το περιεχόμενό τους.
«Τι συνήθεια κι αυτή!» σκέφτηκε «Σκέτη κατάρα! Να μαζεύω πραγματάκια, για κάθε μια στιγμή της ζωής μου και να τα φυλάω σε κουτάκια, κουτιά, κούτες. Λες και έχω χρόνο να ανοίξω τα κουτάκια, τα κουτιά και τις κούτες και να χαζέψω» Άρχισε να σκαλίζει το σωρό από άσχετα μεταξύ τους αντικείμενα που είχε μαζευτεί μπροστά της, στο τραπέζι της κουζίνας: χαρτιά, διαφημιστικά, φωτογραφίες με σημειώσεις σε λευκό περιθώριο, εισιτήρια από μουσεία, αεροπλάνα, πλοία, μινιατούρες που προμηθευόταν με μανία σε κάθε τόπο που επισκεπτόταν, χαρτοπετσέτες, αποδείξεις ταμειακών μηχανών από τα καφέ που είχε καθήσει.
Ένας κίτρινος σκισμένος φάκελλος προσέλκυσε το ενδιαφέρον της και παραμέρισε ένα εισιτήριο αεροπλάνου για τη Ρώμη, για να τον πιάσει. Ήταν σα φαγωμένος από ποντίκια, ταλαιπωρημένος. «Τι να’ναι τούτο;» έκανε και τον άνοιξε γρήγορα. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τυπωμένες σε σκληρό χαρτί έπεσαν στο πάτωμα. Έσκυψε να τις μαζέψει και έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένη το πρόσωπο που έβλεπε σ’αυτές.
Σηκώθηκε αργά νιώθοντας ζαλάδα να κατακλύζει την ύπαρξή της και ένα κενό στα πνευμόνια της. «Αέρα γαμώτη μου! Θα σκάσουμε αυτό το καλοκαίρι πάλι» προσπάθησε να κοροϊδέψει το σκοτάδι που ένιωθε στυφό στο στόμα της. «Ποια είναι τούτη η ξένη; Ποια είναι αυτή που με κοιτάει από το χαρτί;» Πήρε τις φωτογραφίες και άρχισε να τις παρατηρεί διστακτικά και επιφυλακτικά. «Τι θα δουν τα ματάκια μου». Ασπρόμαυρες τραβηγμένες πριν είκοσι και βάλε χρόνια από τη φωτογράφο φίλη της, τη Λήδα. Πολύ ταλαντούχο πλάσμα η φιλενάδα. Τι να απόγινε άραγε; Το πέρασμα των χρόνων την παρέσυρε και αυτή στη λήθη μαζί με τόσους άλλους γνωστούς και φίλους!
Νευρικά άπλωσε το χέρι της για να πιάσει τον καφέ. Μια λάθος κίνηση και η κούπα αναποδογύρισε λερώνοντας τις φωτογραφίες. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία έγινε σέπια, και ένας ποταμός λάσπης θαρρείς την κάλυψε. Ένα ορμητικό ποτάμι στιγμών, αναγκαστικών επιλογών, πήραμε τη ζωή μας λάθος και δεν την αλλάξαμε γιατί δεν είχαμε εναλλακτικές, ένα ποτάμι θολό γεμάτο ξεχασμένα όνειρα, γεμάτο στάλες πίκρας, χαμόγελα δεδομένα, ευχαριστώ αναγκαστικά, παρακαλώ δοτικά, συγνώμη που ανασαίνουμε.
«Πόσο διαφορετικός είναι ο στίβος όταν τον βλέπεις με μάτια είκοσι χρονών, πόσα θα τον αλλάξω τον κόσμο έλεγα, πόση διαφορά πίστευα ότι θα φέρω, πόση λαμπερή προσωπικότητα θα γινόμουν, τι καινοτόμες θέσεις θα δημιουργούσα», το τσιγάρο γινόταν όλο και πιο πικρό στο στόμα της, «και τελικά τι έγινα; Άλλο ένα μουλάρι στο μαγκανοπήγαδο να σπρώχνω και να τραβάω κατά τον ήχο του μαστιγίου περπατώντας σκυφτά, προσπαθώντας να μη μου πέσει η κορώνα της χρυσής μετριότητας από το κεφάλι»
Θόλωσε το ποτάμι από τα δάκρυα που έτρεχαν αβίαστα. Κρύα δάκρυα παράδοσης στην ανάγκη, την ευθύνη. Κρύα δάκρυα κρυμμένης οργής για την εύκολη παραδοχή, για τα βολικά όνειρα που κυνήγησε. Τα ζεστά δάκρυα είναι προνόμιο των ονειροπόλων.
Η φιγούρα στη φωτογραφία εξακολουθούσε να κοιτάζει λοξά το χρόνο και του έβγαζε τη γλώσσα. Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα & κοίταξε το καπάκι της κατσαρόλας που χόρευε από τους ατμούς. «Το χορόδραμα της φακής, τόσο ταιριαστό με τους αγωνιστές της φακής!» γέλασε πικρά και σηκώθηκε να ανακατέψει το φαγητό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου