21.3.10
Πίσω από τη γλώσσα βρίσκεται μια άλλη γλώσσα
Η γλώσσα απετέλεσε και αποτελεί το οξύ πρόβλημα της φιλοσοφίας. Αυτό ξεκίνησε όταν ο πρώτος άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τα πράγματα εκτράπηκε στη εννοιολογική του διατύπωση, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε ένα λάθος διάδρομο, μας λέει ο Παρμενίδης, ο πρώτος στην κυριολεξία αναλυτής της γλώσσας.
Η εκτροπή αυτή την οποία αναφέρει μπορεί να οριστεί ως «το προπατορικό αμάρτημα», μια εποχή που κατά σύμπτωση (;) γράφεται η Βίβλος.
Το φιλοσοφικό πρόβλημα της γλώσσας ενέσκηψε με την αρχή της φιλοσοφίας.
Η εκτροπή αυτή την οποία αναφέρει μπορεί να οριστεί ως «το προπατορικό αμάρτημα», μια εποχή που κατά σύμπτωση (;) γράφεται η Βίβλος.
Το φιλοσοφικό πρόβλημα της γλώσσας ενέσκηψε με την αρχή της φιλοσοφίας.
Ο Αναξίμανδρος μιλά «σιβυλλικά», ο Ηράκλειτος εμφανίζεται την εποχή του «σκοτεινός» στην κατανόησή του, ο Πυθαγόρας απορρίπτει τις λέξεις στηριζόμενος στους αριθμούς, που τους θεωρεί συνεπείς και σταθερούς που δεν υπόκεινται σε παρανοήσεις, και είχε δίκιο, μέχρι τον πρώτο άρρητο που του ενέσκηψε ως σπέρμα φρίκης από το γνωστό θεώρημά του.
Η μεγάλη όμως εισδοχή στη γλώσσα συνέβη από τον αναφερθέντα και σχεδόν σύγχρονο του Πυθαγόρα, τον Ελεάτη Παρμενίδη, ο οποίος θεωρείται πνευματικός πατέρας του όντος των τέλειων ιδεών του Πλάτωνα, και του μηχανισμού της λογικής του Αριστοτέλη.
Η αδυναμία της γλώσσας αλλά και η αξία της επισημαίνονται για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο από τον Ελεάτη στοχαστή...
Η αδυναμία της επέρχεται τόσο γιατί ο ομιλών δεν μπορεί να εκφραστεί σε αυτά που θέλει όσο και διότι ο ακούων δεν μπορεί να καταλάβει αυτά που πρέπει, οπότε, μια πρακτική μέθοδος σύγκλισης των διαφορών είναι η αλληγορία, η μεταφορά δηλαδή των δεδομένων της σκέψης του ομιλούντος με παραβολές εντός του πλαισίου κατανόησης του ακροατή.
Η αδυναμία της γλώσσας αλλά και η αξία της επισημαίνονται για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο από τον Ελεάτη στοχαστή...
Η αδυναμία της επέρχεται τόσο γιατί ο ομιλών δεν μπορεί να εκφραστεί σε αυτά που θέλει όσο και διότι ο ακούων δεν μπορεί να καταλάβει αυτά που πρέπει, οπότε, μια πρακτική μέθοδος σύγκλισης των διαφορών είναι η αλληγορία, η μεταφορά δηλαδή των δεδομένων της σκέψης του ομιλούντος με παραβολές εντός του πλαισίου κατανόησης του ακροατή.
Ο Παρμενίδης, όμως, δεν αναφέρεται μόνο στη δυσκολία της κατανόησης, αλλά και στη σημασία «των σημάτων» της γλώσσας που περικλείει σπέρματα μιας αποκαλυπτικής αλήθειας.
Η γλώσσα από τον Ελεάτη στοχαστή υπόκειται σε κριτική ως μία συνομολογούμενη συνθήκη σκοπιμότητας, μεταξύ δυο άνισων μερών, του πνεύματος και της ύλης, ορίζοντάς την ως μια κατά συνθήκη σύμβαση επικοινωνίας.
Πιστεύει, δηλαδή, ότι η γλώσσα είναι κάτι το ανεξάρτητο που εντέλλεται στον άνθρωπο και αυτός με τη σειρά του ακολουθώντας μια επιμέρους λογική, εξ αυτής εντέλει.
Τη θεωρεί, δηλαδή, ως αυτόνομη και ανεξάρτητη λειτουργία, ανάλογη μιας εσώτερης όρασης, ορίζοντας τον νου ως ενδιάμεσο και μεσολαβητή της.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό, αλλά εσδύοντας μέσω της σκέψης του εντός της σκέψη του, φθάνει στην πηγή των όντων του λόγου και της σκέψης, που το ορίζεο ως ένα φως, ιδιαίτερο, καθιερώνοντάς το βάση της πνευματικής θρησκείας. Ποτέ έκτοτε η μελέτη της γλώσσας δεν έφτασε σε τέτοια ακραία όρια.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο παρμενίδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως ο πρώτος γλωσσολόγος στοχαστής.
Είναι ο φιλόσοφος της γλώσσας, που μας λέει ότι ο κόσμος ολάκερος έχει στηθεί μέσω αυτής. Παρά ταύτα, αν και υπήρξαν παλαιότεροι ερευνητές της, όπως ο Φαραώ Ψαμμήτιχος που μέσω αυτής αναζητούσε στοιχεία για την καταγωγή του πρώτου ανθρώπου (με τα γνωστά πειράματα που περιγράφει ο Ηρόδοτος), ο Παρμενίδης εμφανίζεται στη σκέψη του περισσότερο ευρύς και ολοκληρωμένος.
Η γλώσσα, παρότι αδυνατεί να εκφράσει πλέον την πραγματικότητα, περιέχει εντούτοις σήματα μιας βαθύτερης αλήθειας.
Την ίδια εποχή, ο Κομφούκιος στην Κίνα διαμαρτύρεται και αυτός για την ασάφειά της γλώσσας, θεωρώντας τη διδασκαλία του καταδικασμένη εάν δεν υπάρξει επαναπροσδιορισμός στα νοήματα των λέξεων. Η διαφορά Κομφούκιου - Παρμενίδη, για να κάνουμε μια σύντομη συγκριτική ανάλυση, έγκειται στο ότι ο Κομφούκιος θέλει να επαναπροσδιοριστούν τα νοήματα της γλώσσας, ενώ ο Παρμενίδης κρίνει ότι η γλώσσα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί στα νοήματά της. Το κοινό τους σημείο, εκεί όπου και οι δύο συμφωνούν, είναι ότι η γλώσσα φθίνει και αποδομείται.
Η αποδόμηση της γλώσσας ξεκινάει με την ενσυνείδητη διαμόρφωσή της. Οι πρώτοι φιλόσοφοι μιλούσαν δυσνόητα, όπως οι προφήτες, ενώ οι ιερείς παρέμεναν προσκολλημένοι στη δική τους ιερατική λαλιά που θεωρείτο άβατη για τους απλούς ανθρώπους.
Η ιερατική γλώσσα στην Αίγυπτο και στη Βαβυλώνα υπήρξε κλειστή για τον απλό λαό, ως προνόμιο της επαφής ενός πνεύματος με μια ομάδα ανθρώπων φωτισμένη. Εξ αυτού, είχε διαφορετικά σύμβολα, «ψυχο-ηλιο-γραφήματα», τα οποία δεν κατέστη δυνατό να αποκωδικοποιηθούν, θεωρούμενα απώτερα μιας δύναμης εντέλλουσας κι εντελλομένης. Ειδικά οι Βαβυλώνιοι πίστευαν ότι η γλώσσα περιέχει κάτι μαγικό, μια μεταφυσικότητα που ορίζει τη μοίρα του ανθρώπου.
Δεν θα επεκταθούμε στην ιστορία της γλώσσας, ούτε θα περάσουμε στην κοινή λαλιά των νηπίων για το πώς συνεννοούνται μεταξύ τους. Ούτε θα κρίνουμε εάν οι λέξεις περιέχουν μια δυναμική μεταφυσική χροιά. Θα σταθούμε, όμως, στο ότι η γλώσσα, κατά τον Παρμενίδη, θεωρείται ον, ανεξάρτητο και αυτορρυθμιζόμενο, προϋπάρχον της νόησης και της λογικής μας. Και πρέπει να έχει ένα κάποιο δίκιο, διότι η γραμματική έγινε από αγράμματους και υπάρχει μια παγκόσμια κοινή αρχή γραμματικής. Ειδικά στο τελευταίο έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα ο Τσόμσκυ.
Η κλασική περίοδος της γλώσσας αρχίζει με τη σωκρατική φιλοσοφία που σηματοδοτείται από το γλωσσολογικό δίδυμο, το Σωκράτη μαζί με τον λίγο νεότερο, φίλο και μαθητή του, τον «ζόρικο» Αντισθένη.
Ο Σωκράτης, γνώστης και αυτός του Παρμενίδη, ήταν ο μεγάλος ειρωνικός των λεγομένων του σύγχρονου ανθρώπου. Κουβέντιαζε με τον οποιονδήποτε που τον θεωρούσε στην εννοιολογική του έκφραση παρεκτραμένο, και αφού τον έγδυνε από επιχειρήματα με τις αναλυτικές ερωτήσεις του, τον οδηγούσε γυμνό εκεί που ήθελε. Το γεγονός αυτό συντέλεσε αναμφίβολα στην αντιπάθεια πολλών εκ των συμπολιτών του.
Ο Αντισθένης, ιδρυτής της λεγόμενης «κυνικής ή αιτιοκρατικής σχολής», ήταν ο πρώτος που προχώρησε σε επεξήγηση των δυσνόητων νοημάτων της ομιλίας. Θεωρούσε τις επεξηγήσεις των εννοιών σε αυτούς που δεν είχαν την πρακτική τους αντίληψη, χαμένο χρόνο, καθόσον τους οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ασάφεια που επέφερε μεγαλύτερη εκτροπή του λόγου.
Για παράδειγμα, η περιγραφή του χρυσού, σε κάποιον που δεν τον γνωρίζει, ως μέταλλο κίτρινο και σκληρό που δεν σκουριάζει, περιέχει πλήθος από ασάφειες, όπως το ποσόν της σκληρότητας, η απόχρωση του κίτρινου, ακόμα και το τι είναι η σκουριά. Ο χαλκός, για παράδειγμα, δεν σκουριάζει, άρα πρέπει να λέμε και ότι ο χρυσός ούτε πρασινίζει.
Επομένως στην εννοιολογική προσέγγιση των ασχέτων υπεισέρχονται πλήθος από παράγοντες που όσο και να είμαστε λεπτομερείς και επεξηγηματικοί, καταντάει άσκοπο μέχρι κι επικίνδυνο. Άρα, ας λέμε καλύτερα ότι «ο χρυσός είναι χρυσός επειδή είναι χρυσός», έλεγε δεικτικά.
Η αντισθένεια θεωρία παρότι εκφράζει την πρακτική δομή του προβλήματος της γλώσσας, θεωρεί ότι η κάθε λέξη αν και είναι δύσκολο να επεξηγηθεί, περιέχει εγγενώς στοιχεία μιας κατανόησης, οπότε: «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» ήταν το απόφθεγμά του. Η αντιθένεια αρχή μοιάζει με αυτή του Παρμενίδη.
Ο Πλάτων, που ακολουθεί χρονολογικά, αναφέρεται στη γλώσσα εξετάζοντας την σημασία της ονοματοποίησης μέσα από το έργο του «Κρατήλος». Παραταύτα, αν και θεωρείται παρμενιδικόις και ιδιαίτερος γνώστης στις Αιγύπτιες και Βαβυλώνιες δοξασίες, αποδεικνύεται ανεπαρκής στη φιλοσοφική του ανάλυση περί της γλώσσας.
Κατά τη σύγχρονη γλωσσολογία, υπήρχε μέχρι πρόσφατα η αποδοχή ότι η γλώσσα ήταν αποτέλεσμα της λογικής που στηριζόταν σε αριθμητικές αναλογίες. «Η γλώσσα παραπέμπει στα μαθηματικά» ήταν η συνήθης έκφραση των ερευνητών της, αρχής γενομένης από τον πολυμαθέστερο άνθρωπο της νέας εποχής, τον Λάιμπνιτς.
Κατόπιν, η πορεία της αφού πέρασε από τους λεγόμενους «ιδανικούς» και «λαϊκούς» εκπροσώπους της, κατέληξε στους «μαθηματικούς» αναλυτές της, με αιχμή το Ράσελ, ο οποίος επικεντρώθηκε στην μαθηματική ερμηνεία των παραδόξων της. Αυτό διήρκεσε μέχρι που ο προστατευόμενός του, Βιτγκενστάιν, με ένα μικρό βιβλίο στοχασμών τίναξε το μαθηματικό οικοδόμημα της γλώσσας του προστάτη του στον αέρα. Συνοψίζοντας τη γενική τοποθέτησή του είναι ότι η γλώσσα ως ηχητική απόδοση των γεγονότων δεν προέκυψε από τα μαθηματικά. Αντίθετα, τα μαθηματικά και η λογική προέκυψαν απο τη γλώσσα.
Ασχέτως τούτου, εκείνο που ισχύει, τυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης, οδηγημένοι προς τα πίσω, φτάνουμε το σημείο από όπου ξεκινήσαμε, στην αρχή του λαβυρίνθου των συμβάσεών μας. Εκεί, αντικρίζουμε το φως με τις υπάρχουσες μορφές του. Οι περισσότερες λέξεις σχετίζονται με το φως ή παραπέμπουν στο φως ή σε φωτεινές εκφάνσεις. Οπότε, γυρίσαμε ξανά στον Παρμενίδη με τα ενδεικτικά σημεία του που οδηγούν μέσω του νου στην αρχή της γλώσσας, στο ιδιαίτερό του φως - αρχή της φύσης.
Συνοψίζοντας, αυτά που ισχύουν, είναι:
1. Πίσω από τη γλώσσα βρίσκεται μια άλλη γλώσσα.
2. Αν θες να μιλάς σωστά βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου, αν όμως θες όμως να μάθεις, βούτα με το μυαλό σου στη γλώσσα.
3. Η γλώσσα του ανθρώπου είναι η ιστορία του.
4. Πρώτα έγινε η γλώσσα και μετά ο λόγος (ως αιτία).
5. Η αρχή της γλώσσας εντοπίζεται στη γλώσσα των μωρών.
6. Μιλάμε αλλά δεν καταλαβαινόμαστε. Βρισκόμαστε σε ένα πύργο της Βαβέλ.
7. Όσο η γλώσσα επεκτείνεται, τόσο αποδομείται.
Απο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Απο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου