28.10.08
Η ΡΩΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΕΙ
To κύριο δίκτυο αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Με μωβ χρώμα οι αγωγοί ρωσικών συμφερόντων και με μπλε ο Nabucco, που είναι στη φάση του σχεδιασμού (δυτικών συμφερόντων).
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Με περισσό θράσος ο Αμερικανός Βοηθός Υφυπουργός Εξωτερικών Μάθιου Μπράιζα εξήγησε στους ‘Ελληνες, στις αρχές Σεπτεμβρίου, πόσο «ανθυγιεινή» είναι η ρωσική πολιτική της Αθήνας, ιδιαίτερα ο αγωγός αερίου Σάουθ Στρημ. Οι Αμερικανοί βέβαια δεν είναι ευχαριστημένοι ούτε με τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, ούτε με την ελληνορωσική αμυντική συνεργασία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί όντως η ρωσική πολιτική του Κώστα Καραμανλή να είναι «αντιπαθητική». Για την Αθήνα όμως είναι αναγκαστική. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ήρθε κυριολεκτικά στο «πάρα πέντε», ήταν περισσότερο αμυντική κίνηση και εξακολουθεί να...παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη.
Το σχέδιο «Σάουθ Στρημ» γεννήθηκε όταν η Ρωσία, αντιμέτωπη με τα προβλήματα που της δημιουργούσε η Ουκρανία, συζητούσε την κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού «Μπλου Στρημ», για να διοχετεύσει απευθείας στην Τουρκία το αέριο προς Ευρώπη (και προς Ελλάδα). ‘Ενας δεύτερος όμως «Μπλου Στρημ» θα ήταν ένα σοβαρό, ίσως και μοιραίο πλήγμα για ζωτικά ελληνικά, ρωσικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να προμηθεύεται τόσο σημαντικό τμήμα της ενεργειάς της από την Τουρκία, μια χώρα για την άμυνα από την οποία ξοδεύει τον μισό προϋπολογισμό της και η οποία κατέχει τη μισή Κύπρο. Αν η ηγεσία της χώρας εκτιμά ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, ας σταματήσει αυτούς τους τεράστιους εξοπλισμούς. Αν πάλι δεν το εκτιμά, τότε πρέπει να κάνει σοβαρή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Από τότε που το νεώτερο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε, το βασικό του πρόβλημα ασφάλειας προέρχεται από την Τουρκία είτε αυτοτελώς, είτε υποκινήσει των δυτικών «συμμάχων» μας. Μακάρι τα πράγματα νάταν διαφορετικά, αλλά τα πράγματα δεν αλλάζουν, χειροτερεύουν όταν παίρνει κανείς τις (υστερόβουλες) επιθυμίες του για πραγματικότητα. Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία 60 χρόνια είναι η απειλή από έναν «σύμμαχο» προς τον οποίο η Συμμαχία επιδεικνύει συστηματικά μεγαλύτερη εύνοια για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της στρατηγικής του θέσης. Δεύτερον γιατί η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, είναι μεν κράτος πολλαπλά εξαρτώμενο από τις ΗΠΑ, διαθέτει όμως σχετική σοβαρότητα και αυτονομία αποφάσεων. Αυτός ακριβός ο παράγοντας οδήγησε πολλούς συντηρητικούς πολιτικούς της Ελλάδας ή της Κύπρου να στραφούν κατά καιρούς στη Μόσχα ή το Παρίσι (ή ακόμα και τους ‘Αραβες ή τους Κινέζους) για να αναζητήσουν αντερείσματα στη συνδυασμένη πίεση Ουάσιγκτον-Λονδίνου και ‘Αγκυρας.
Από το 1996 έως το 2004, η Αθήνα ακολούθησε μια μονόπλευρη πολιτική πρόσδεσης στο άρμα της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, εγκαταλείποντας ουσιαστικά κάθε αυτόνομη εξωτερική πολιτική και κάθε σχέση με τη Ρωσία, τους ‘Αραβες, τους Κούρδους κλπ. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε σειρά νέων τυορκικών διεκδικήσεων, απώλεια στρατηγικού βάρους της χώρας και είχε ως αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν. ‘Ένα σχέδιο που προέβλεπε την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της σε αμφίβολο προτεκτοράτο, που, εκτός των κινδύνων για την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, θα έθετε σε διαρκή ομηρία την ίδια τη μητροπολιτική Ελλάδα και θα επιβάρυνε αντί να εξομαλύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την αδικία, την ασάφεια και την μη βιωσιμότητα της «λύσης» που θέσπιζε.
Αν η Άγκυρα κατάφερε να γίνει και ο κύριος κόμβος εξαγωγών του ρωσικού αερίου και προνομιακός εταίρος για την Ελλάδα, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν απολύτως καταστροφική για τα πιο ζωτικά εθνικά συμφέροντα της Αθήνας που θα έβλεπε την ‘Αγκυρα, ιστορικό της αντίπαλο μέχρις αποδείξεως του εναντίον, να αποκτά καλύτερες και πιο σημαντικές σχέσεις όχι μόνο με την Ουάσιγκτον αλλά και με όλους τους υπόλοιπους.
Αλλά ο αγωγός Σάουθ Στρημ ήταν επίσης μια σημαντική κίνηση για τα ρωσικά και για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η Μόσχα δεν έχει λόγο να βάλει «όλα τα αυγά στο τουρκικό καλάθι». Και είναι από κάθε άποψη παράλογο η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση να εισάγει το αέριό της από τη Ρωσία μέσω Τουρκίας, μιας μη ευρωπαϊκής χώρας δηλαδή με άδηλο μέλλον. Ο αγωγός Σάουθ Στρημ, όπως και ο Νορντ Στρημ (που συνδέει υποθαλασσίως την Ρωσία με τη Γερμανία, παρακάμπτοντας την Πολωνία) είναι δύο καλές βάσεις συνεργασίας της Ευρώπης με τη Ρωσία, γιατί εξυπηρετούν όλες τις συναλλασόμενες πλευρές αλλά και τις απαλάσσουν αμφότερες από τα καπρίτσια μιας «νέας Ευρώπης» και μιας Τουρκίας που παίζουν συχνά ευχαρίστως το παιχνίδι της Ουάσιγκτον εναντίον της Ρωσίας και της «παληάς Ευρώπης».
Αντίστοιχα επιχειρήματα δικαιολογούν τη σύναψη αμυντικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας και, γενικότερα, ισχυρών παράπλευρων σχέσεων. Ρωσία και Ελλάδα συνδέονται με βαθιούς πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς, απόρροια του γεγονότος ότι μπήκαν αμφότερες καθυστερημένες στη δυτική «νεωτερικότητα», αντιμέτωπες με ανατολικές απειλές, έχοντας συχνά ως πρότυπο μια δύση που αποδείχθηκε μαγάλος δάσκαλος αλλά και, κατά καιρούς, ακόμα πιο φοβερός εχθρός. Το σημερινό, κοινό στρατηγικό συμφέρον Ελλάδας και Ρωσίας, συνίσταται στο ότι και οι δύο χώρες πλήττονται στα πιο ζωτικά τους συμφέροντα, από το αναθεωρητικό, «αυτοκρατορικό» σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών και των πιο κεντρικών συμμάχων τους (ιδίως του Ισραήλ).
Η μεσανατολική και τουρκική πολιτική των ΗΠΑ ευθύνεται για την εμφάνιση του σχεδίου Ανάν που, παραμένει, δυστυχώς, με ευθύνη της Λευκωσίας και της Αθήνας, η μόνη πρόταση στο τραπέζι για «λύση» του κυπριακού. Η βαλκανική-αντιρωσική-αντιευρωπαϊκή (με την έννοια της υπονόμευσης κάθε δυνατότητας χειραφέτησης της Ευρώπης) πολιτική των ΗΠΑ στα Βαλκάνια οδηγεί στη δημιουργία μιας ζώνης μαφιοζο-προτεκτοράτων στη χερσόνησο, μη βιώσιμων «δουκάτων», υποχείριων της αμερικανικής πολιτικής που θα ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με όλη την περιοχή από την Αδριατική έως το Κουρδιστάν και την Κύπρο ολοκληρούμενη σε μια αμερικανο-τουρκική ζώνη επιρροής. Η ενεργειακή-αντιρωσική πολιτική των ΗΠΑ εμπιστεύεται εξάλλου στην Τουρκία έναν τεράστιο κομβικό ρόλο στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, που είναι ασφαλώς αντίθετος με τα πιο ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας και της Ελλάδας. Η τελευταία πρέπει ασφαλώς να συνυπολογίσει ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όχι όμως μέχρι του σημείου να «αυτοκτονήσει» στρατηγικά. Η ρωσική πολιτική Καρμανλή, το βέτο για τα Σκόπια και το όχι στο σχέδιο Ανάν δεν ήταν τίποτα σπουδαίες δυναμικές πρωτοβουλίες, αλλά στοιχειώδη μέτρα αυτοάμυνας ενός ελληνικού χώρου στα πρόθυρα κατάρρευσης της διεθνούς του θέσης. ‘Οσο για τις ελληνορωσικές συμφωνίες είναι πολύ λίγες και έγιναν πολύ αργά. Με το υπόβαθρο των δύο χωρών, θα έπρεπε εδώ και καιρό να έχουν προχωρήσει πολύ πιο αποφασιστικά. Γεγονός που εμπόδισαν, μεταξύ άλλων, η καθυστέρηση της ρωσικής ανάκαμψης, η δομική ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους και ο παρατεταμένος «ευρωατλαντικός αλλοιθωρισμός» της Αθήνας.
Και όσα έγιναν άλλωστε παραμένουν εύθραυστα. Το σχέδιο του «Σάουθ Στρημ» παραμένει ασαφές, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη προχωρά με ρυθμό αργής χελώνας, η αγορά ρωσικών θωρακισμένων προκαλεί την αντιπάθεια της ελληνικής στρατιωτικής γραφειοκρατίας. Μιας γραφειοκρατίας που διακρίνεται για τον συντηρητισμό της, αλλά και για τις «προτιμήσεις» του σε άλλους, δυτικούς «προμηθευτές». Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών παρεμβάλλει επίσης, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, εμπόδια στην προμήθεια των αναγκαίων ανταλλακτικών για τους ελληνικούς S-300. Η αντίδραση ισχυρών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ελλάδας, η ανυπαρξία σοβαρού κρατικού μηχανισμού στη χώρα, o συχνός οικονομικός «φαταουλισμός» των ρωσικών εταιρειών, οι φόβοι της Αθήνας απειλούν πάντα το μέλλον ακόμα και των υπαρχουσών συμφωνιών.
Η μεγαλύτερη απειλή όμως, αυτή που καθιστά δύσκολα συντηρήσιμη μια πολιτική έστω στοιχειώδους και περιορισμένης ανεξαρτησίας είναι η εσωτερική κατάσταση μιας χώρας-μπάχαλο όπως η Ελλάδα, αλλά και η ακολουθούμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική. Πώς να ασκήσει εξωτερική πολιτική μια χώρα όταν κάθε της κυβέρνηση μπορεί να συντριβεί από σκάνδαλα διαφθοράς; Πως μπορεί να συμβιβασθεί μια πολιτική υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, με την υιοθέτηση ενός θεολογικού εκτός τόπου και χρόνου νεοφιλελευθερισμού ή με την αποεθνικοποίηση όλων των στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας; Πως θα μπορέσει να κινητοποιήσει τη λαϊκή υποστήριξη μια κυβέρνηση που υπονομεύει την κοινωνική συνοχή του έθνους;
Η ελλαδική δεξιά τείνει πρακτικά, με την οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία και πράξη της, να αντιπαραθέσει έθνος και κοινωνία. Η κυπριακή αριστερά με τον «αντιεθνικισμό» που εφαρμόζει σε μια χώρα και μια εθνότητα που είναι θύμα και όχι θύτης οδηγεί επίσης στο ίδιο αποτέλεσμα. Καμμιά σχεδόν πολιτική δύναμη, σε Ελλάδα και Κύπρο, δεν μοιάζει ικανή να συνθέσει εθνικά και κοινωνικά προτάγματα. Χωρίς όμως μια τέτοια σύνθεση, δύσκολα θα αποφευχθούν εθνικές και κοινωνικές καταστροφές, με δεδομένο μάλιστα ότι έχουν «ωριμάσει» στην περιοχή μας, απειλώντας ζωτικά ελληνικά συμφέροντα, οι αυτοκρατορικές στρατηγικές (επαναφορά σχεδίου Ανάν για να διευκολυνθεί η τουρκική ένταξη, Βαλκάνια, έντονη αντιρωσική στροφή της Ουάσιγκτον). Αυτή η «ωρίμανση» θα μπορούσε να αποτελέσει και χρυσή ευκαρία, αν είχαμε μια διαφορετική χώρα, ομονοούσες και ορθά τοποθετημένες πολιτικές δυνάμεις, ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος. Τέτοιοι που είμαστε ας ελπίζουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα.
konstantakopoulosd@yahoo.gr
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Με περισσό θράσος ο Αμερικανός Βοηθός Υφυπουργός Εξωτερικών Μάθιου Μπράιζα εξήγησε στους ‘Ελληνες, στις αρχές Σεπτεμβρίου, πόσο «ανθυγιεινή» είναι η ρωσική πολιτική της Αθήνας, ιδιαίτερα ο αγωγός αερίου Σάουθ Στρημ. Οι Αμερικανοί βέβαια δεν είναι ευχαριστημένοι ούτε με τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, ούτε με την ελληνορωσική αμυντική συνεργασία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί όντως η ρωσική πολιτική του Κώστα Καραμανλή να είναι «αντιπαθητική». Για την Αθήνα όμως είναι αναγκαστική. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ήρθε κυριολεκτικά στο «πάρα πέντε», ήταν περισσότερο αμυντική κίνηση και εξακολουθεί να...παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη.
Το σχέδιο «Σάουθ Στρημ» γεννήθηκε όταν η Ρωσία, αντιμέτωπη με τα προβλήματα που της δημιουργούσε η Ουκρανία, συζητούσε την κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού «Μπλου Στρημ», για να διοχετεύσει απευθείας στην Τουρκία το αέριο προς Ευρώπη (και προς Ελλάδα). ‘Ενας δεύτερος όμως «Μπλου Στρημ» θα ήταν ένα σοβαρό, ίσως και μοιραίο πλήγμα για ζωτικά ελληνικά, ρωσικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να προμηθεύεται τόσο σημαντικό τμήμα της ενεργειάς της από την Τουρκία, μια χώρα για την άμυνα από την οποία ξοδεύει τον μισό προϋπολογισμό της και η οποία κατέχει τη μισή Κύπρο. Αν η ηγεσία της χώρας εκτιμά ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, ας σταματήσει αυτούς τους τεράστιους εξοπλισμούς. Αν πάλι δεν το εκτιμά, τότε πρέπει να κάνει σοβαρή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Από τότε που το νεώτερο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε, το βασικό του πρόβλημα ασφάλειας προέρχεται από την Τουρκία είτε αυτοτελώς, είτε υποκινήσει των δυτικών «συμμάχων» μας. Μακάρι τα πράγματα νάταν διαφορετικά, αλλά τα πράγματα δεν αλλάζουν, χειροτερεύουν όταν παίρνει κανείς τις (υστερόβουλες) επιθυμίες του για πραγματικότητα. Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία 60 χρόνια είναι η απειλή από έναν «σύμμαχο» προς τον οποίο η Συμμαχία επιδεικνύει συστηματικά μεγαλύτερη εύνοια για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της στρατηγικής του θέσης. Δεύτερον γιατί η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, είναι μεν κράτος πολλαπλά εξαρτώμενο από τις ΗΠΑ, διαθέτει όμως σχετική σοβαρότητα και αυτονομία αποφάσεων. Αυτός ακριβός ο παράγοντας οδήγησε πολλούς συντηρητικούς πολιτικούς της Ελλάδας ή της Κύπρου να στραφούν κατά καιρούς στη Μόσχα ή το Παρίσι (ή ακόμα και τους ‘Αραβες ή τους Κινέζους) για να αναζητήσουν αντερείσματα στη συνδυασμένη πίεση Ουάσιγκτον-Λονδίνου και ‘Αγκυρας.
Από το 1996 έως το 2004, η Αθήνα ακολούθησε μια μονόπλευρη πολιτική πρόσδεσης στο άρμα της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, εγκαταλείποντας ουσιαστικά κάθε αυτόνομη εξωτερική πολιτική και κάθε σχέση με τη Ρωσία, τους ‘Αραβες, τους Κούρδους κλπ. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε σειρά νέων τυορκικών διεκδικήσεων, απώλεια στρατηγικού βάρους της χώρας και είχε ως αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν. ‘Ένα σχέδιο που προέβλεπε την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της σε αμφίβολο προτεκτοράτο, που, εκτός των κινδύνων για την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, θα έθετε σε διαρκή ομηρία την ίδια τη μητροπολιτική Ελλάδα και θα επιβάρυνε αντί να εξομαλύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την αδικία, την ασάφεια και την μη βιωσιμότητα της «λύσης» που θέσπιζε.
Αν η Άγκυρα κατάφερε να γίνει και ο κύριος κόμβος εξαγωγών του ρωσικού αερίου και προνομιακός εταίρος για την Ελλάδα, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν απολύτως καταστροφική για τα πιο ζωτικά εθνικά συμφέροντα της Αθήνας που θα έβλεπε την ‘Αγκυρα, ιστορικό της αντίπαλο μέχρις αποδείξεως του εναντίον, να αποκτά καλύτερες και πιο σημαντικές σχέσεις όχι μόνο με την Ουάσιγκτον αλλά και με όλους τους υπόλοιπους.
Αλλά ο αγωγός Σάουθ Στρημ ήταν επίσης μια σημαντική κίνηση για τα ρωσικά και για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η Μόσχα δεν έχει λόγο να βάλει «όλα τα αυγά στο τουρκικό καλάθι». Και είναι από κάθε άποψη παράλογο η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση να εισάγει το αέριό της από τη Ρωσία μέσω Τουρκίας, μιας μη ευρωπαϊκής χώρας δηλαδή με άδηλο μέλλον. Ο αγωγός Σάουθ Στρημ, όπως και ο Νορντ Στρημ (που συνδέει υποθαλασσίως την Ρωσία με τη Γερμανία, παρακάμπτοντας την Πολωνία) είναι δύο καλές βάσεις συνεργασίας της Ευρώπης με τη Ρωσία, γιατί εξυπηρετούν όλες τις συναλλασόμενες πλευρές αλλά και τις απαλάσσουν αμφότερες από τα καπρίτσια μιας «νέας Ευρώπης» και μιας Τουρκίας που παίζουν συχνά ευχαρίστως το παιχνίδι της Ουάσιγκτον εναντίον της Ρωσίας και της «παληάς Ευρώπης».
Αντίστοιχα επιχειρήματα δικαιολογούν τη σύναψη αμυντικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας και, γενικότερα, ισχυρών παράπλευρων σχέσεων. Ρωσία και Ελλάδα συνδέονται με βαθιούς πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς, απόρροια του γεγονότος ότι μπήκαν αμφότερες καθυστερημένες στη δυτική «νεωτερικότητα», αντιμέτωπες με ανατολικές απειλές, έχοντας συχνά ως πρότυπο μια δύση που αποδείχθηκε μαγάλος δάσκαλος αλλά και, κατά καιρούς, ακόμα πιο φοβερός εχθρός. Το σημερινό, κοινό στρατηγικό συμφέρον Ελλάδας και Ρωσίας, συνίσταται στο ότι και οι δύο χώρες πλήττονται στα πιο ζωτικά τους συμφέροντα, από το αναθεωρητικό, «αυτοκρατορικό» σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών και των πιο κεντρικών συμμάχων τους (ιδίως του Ισραήλ).
Η μεσανατολική και τουρκική πολιτική των ΗΠΑ ευθύνεται για την εμφάνιση του σχεδίου Ανάν που, παραμένει, δυστυχώς, με ευθύνη της Λευκωσίας και της Αθήνας, η μόνη πρόταση στο τραπέζι για «λύση» του κυπριακού. Η βαλκανική-αντιρωσική-
Και όσα έγιναν άλλωστε παραμένουν εύθραυστα. Το σχέδιο του «Σάουθ Στρημ» παραμένει ασαφές, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη προχωρά με ρυθμό αργής χελώνας, η αγορά ρωσικών θωρακισμένων προκαλεί την αντιπάθεια της ελληνικής στρατιωτικής γραφειοκρατίας. Μιας γραφειοκρατίας που διακρίνεται για τον συντηρητισμό της, αλλά και για τις «προτιμήσεις» του σε άλλους, δυτικούς «προμηθευτές». Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών παρεμβάλλει επίσης, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, εμπόδια στην προμήθεια των αναγκαίων ανταλλακτικών για τους ελληνικούς S-300. Η αντίδραση ισχυρών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ελλάδας, η ανυπαρξία σοβαρού κρατικού μηχανισμού στη χώρα, o συχνός οικονομικός «φαταουλισμός» των ρωσικών εταιρειών, οι φόβοι της Αθήνας απειλούν πάντα το μέλλον ακόμα και των υπαρχουσών συμφωνιών.
Η μεγαλύτερη απειλή όμως, αυτή που καθιστά δύσκολα συντηρήσιμη μια πολιτική έστω στοιχειώδους και περιορισμένης ανεξαρτησίας είναι η εσωτερική κατάσταση μιας χώρας-μπάχαλο όπως η Ελλάδα, αλλά και η ακολουθούμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική. Πώς να ασκήσει εξωτερική πολιτική μια χώρα όταν κάθε της κυβέρνηση μπορεί να συντριβεί από σκάνδαλα διαφθοράς; Πως μπορεί να συμβιβασθεί μια πολιτική υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, με την υιοθέτηση ενός θεολογικού εκτός τόπου και χρόνου νεοφιλελευθερισμού ή με την αποεθνικοποίηση όλων των στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας; Πως θα μπορέσει να κινητοποιήσει τη λαϊκή υποστήριξη μια κυβέρνηση που υπονομεύει την κοινωνική συνοχή του έθνους;
Η ελλαδική δεξιά τείνει πρακτικά, με την οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία και πράξη της, να αντιπαραθέσει έθνος και κοινωνία. Η κυπριακή αριστερά με τον «αντιεθνικισμό» που εφαρμόζει σε μια χώρα και μια εθνότητα που είναι θύμα και όχι θύτης οδηγεί επίσης στο ίδιο αποτέλεσμα. Καμμιά σχεδόν πολιτική δύναμη, σε Ελλάδα και Κύπρο, δεν μοιάζει ικανή να συνθέσει εθνικά και κοινωνικά προτάγματα. Χωρίς όμως μια τέτοια σύνθεση, δύσκολα θα αποφευχθούν εθνικές και κοινωνικές καταστροφές, με δεδομένο μάλιστα ότι έχουν «ωριμάσει» στην περιοχή μας, απειλώντας ζωτικά ελληνικά συμφέροντα, οι αυτοκρατορικές στρατηγικές (επαναφορά σχεδίου Ανάν για να διευκολυνθεί η τουρκική ένταξη, Βαλκάνια, έντονη αντιρωσική στροφή της Ουάσιγκτον). Αυτή η «ωρίμανση» θα μπορούσε να αποτελέσει και χρυσή ευκαρία, αν είχαμε μια διαφορετική χώρα, ομονοούσες και ορθά τοποθετημένες πολιτικές δυνάμεις, ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος. Τέτοιοι που είμαστε ας ελπίζουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα.
konstantakopoulosd@yahoo.gr
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου