29.11.10
θα τα καταφέρουμε ρε, μη φοβάσαι
Γράφει η Amelie Law
Ξυπνάω ζαλισμένη, κοπανώντας με μανία, να το σπάσω θέλω σου λέω, το ηλεκτρονικό μου ξυπνητήρι που μου’χει πάρει τ’αυτιά «ίου ίου ίου», σηκώνομαι παραπατώντας, πάλι δεν κοιμήθηκα καλά, ανάβω το φως, χαίρομαι που ακόμα μπορώ να πληρώνω τους λογαριασμούς μου, ξέρεις σε πόσα σπίτια την ημέρα κόβουν το ρεύμα γιατί δεν μπορούν να το πληρώσουν; Μπορείς να φανταστείς πώς είναι να ζεις χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα; Τέλος πάντων, πάλι χάνω το θέμα…
Βγαίνω στο δρόμο και κοιτάω τις φάτσες των συμπολιτών μου που περιμένουν το τραμ. Κάθε μέρα βλέπω σχεδόν τις ίδιες φάτσες, μόνο που οι ρυτίδες τους βαθαίνουν μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ και το βλέμμα τους κάτι ψάχνει στις ράγες… Μα τι χάσανε στις ράγες και όλο ψάχνουν να το βρουν; Γιατί κοιτάνε συνεχώς κάτω;
Φτάνω στο γραφείο και ανοίγω τον υπολογιστή μου κρατώντας κλεισμένο το ένα μάτι. Το ίδιο κάνω και όταν βλέπω ταινίες τρόμου. Κλείνω το ένα μάτι με την παλάμη μου και με μισόκλειστο το άλλο κοιτάω την αιματηρή σκηνή που ξέρω ότι θα με τρομάξει και θα γεμίσει τον ύπνο μου εφιάλτες. Τι παράξενη αντίδραση κι αυτή! Θέλω να τον δω τον φόνο κι ας μην το αντέχω! Έτσι ανοίγω το Internet και το email μου: με κλεισμένο το ένα μάτι και μισόκλειστο το άλλο. Τι θα δω πάλι σήμερα; Τι άλλο πια;
Οι ειδήσεις που τρέχουν μπροστά μου, τα παράθυρα που ανοίγω το ένα μετά το άλλο δικαιώνουν τους φόβους μου. Άλλη μια αιματηρή μέρα ξημέρωσε. Φόνοι επί φόνων! Απολύσεις, περικοπές κι άλλες απολύσεις, ποιος φίλος μου θα μείνει άνεργος σήμερα, στο στοίχημα το βάζουμε πια, δεν ξέρουμε τι θα ξημερώσει, Αποστολία πάρε τηλέφωνο την Βάσω, ποια Βάσω την έδιωξαν από την προηγούμενη εβδομάδα, την έδιωξαν ε, πάρε τον Θανάση τότε, πάει κι ο Θανάσης, μα καλά τι κάνουν σε αυτό το μαγαζί, θα μείνει κανένας να σηκώνει το τηλέφωνο; Δεν ξέρω, δεν ξέρω πια τι συμβαίνει, δεν ξέρω τι ξημερώνει και τα χαμόγελα των παιδιών μου, σφίγγουν την ψυχή μου αντί να με γεμίζουν χαρά.
Πολύ έχω μπερδευτεί. Μα πάρα πολύ! Από εκεί που ήμουν λέει ο κυρίαρχος λαός, αυτός που αποφασίζει για την τύχη του λέει, με μια χώρα που του ανήκει λέει, έγινα μικρό λαμόγιο, φοροφυγάς, κλέφτης του δημόσιου πλούτου, προσκύνησα σε γραφεία πολιτευτών, φίλησα κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο, για μια θέση κάτω από τον πράσινο, μπλε, κόκκινο, κίτρινο ήλιο. Έτσι έκανα λέει εγώ, γιατί εγώ δεν ήθελα να δουλεύω λέει, ήθελα να δανείζομαι από το μέλλον των παιδιών μου λέει και να το μετατρέπω (το μέλλον ντε, τι δεν καταλαβαίνεις) σε προσωρινή δανεική ευημερία κάνοντας γύρω γύρω όλοι στις καρέκλες του δημοσίου… Πότε τα έκανα εγώ όλα αυτά και χαμπάρι δεν πήρα;
Κι εγώ; Τι να κάνω τώρα; Ποια θέση να πάρω; Σε ποια πλευρά να σταθώ;
Πολύ έχω μπερδευτεί σου λέω… Μα κάθε φορά που μπερδεύομαι θυμάμαι τι κάνει η Αλεξάνδρα, η μικρή μου κόρη όταν μπλέκεται και δεν ξέρει τι να αποφασίσει. Να ζωγραφίσει ή να παίξει με τις κούκλες; Να δει τηλεόραση ή να παίξει με τη φάρμα της; Να διαβάσει ένα βιβλίο ή απλά να κοιτάξει το ταβάνι και να ονειρευτεί; Να πάρει την φανταχτερή κούκλα από το ράφι του μαγαζιού, το μαγεμένο ραβδί ή μήπως να προσέξει τη διαφήμιση που ακούγεται δυνατά από τα μεγάφωνα του για τη μπάλα που κάνει γκελ και θα την πάει στ’ αστέρια; Μήπως να προτιμήσει τα καινούρια ρούχα που θα την κάνουν να νιώσει σταρ «έλα κι εσύ να παίξεις, έλα κι εσύ». Αυτά θα προτιμήσει, το πήρε απόφαση! Απλώνει το χεράκι να πάρει το ροζ κουτί με τα γκλίτερ και τις παντοφλίτσες με τη φούξια γούνα αλλά τινάζεται τρομαγμένη από τη φωνή του υπερήρωα που θα σώσει τον κόσμο «Διάλεξε τους κακούς ή τους καλούς, στο χέρι σου είναι», κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, τι αγριοφωνάρα ήταν αυτή; Μαζεύεται, με κοιτάει παραξενεμένη & μπερδεμένη και μου πιάνει το χέρι σφιχτά
-Μ’αγαπάς; με ρωτάει,
-Πολύ, της λέω
-Θα μ’αγαπάς για πάντα;
-Για πάντα
-Κι ας είμαι κακό παιδάκι μερικές φορές;
-Δεν είσαι κακό παιδάκι, κάνεις μερικές σκανταλίτσες, δεν είσαι όμως κακό παιδάκι και θα σ’αγαπάω για πάντα.
-Το βράδυ θα με πάρεις αγκαλίτσα
-Θα σε πάρω
-Και θα μου πεις ένα τραγουδάκι;
-Δεν έχω καλή φωνή το ξέρεις, της λέω γελώντας
-Καλά, θα με δεις τότε που θα χορεύω; Αλλά δε θα με κοροϊδέψεις
-Δε θα σε κοροϊδέψω
-Σ’αγαπάω μαμά μου, ποτέ δε με κοροϊδεύεις εσύ.
Θα μου πεις τι σχέση έχουν αυτά που γράφεις με την τρέλα που επικρατεί… Τι βοήθεια μπορεί να σου δώσει η στάση της Αλεξάνδρας στο καθημερινό μακελειό. Να μωρέ δεν είναι τίποτα αλλά εμένα με βοηθάει: όταν είμαι τρομαγμένη, όταν δεν ξέρω τι να κάνω, όταν μπερδεύομαι, όταν πιάνω τη ματιά μου παγιδευμένη στις ράγες, θυμάμαι τους αγαπημένους μου και ακουμπάω τις απαντοχές μου σ’αυτούς.
Στις καθημερινές στιγμές μας, σε μια ματιά που χαϊδεψε το ξυλιασμένο μου δέρμα, σε μια καλή κουβέντα «θα τα καταφέρουμε ρε, μη φοβάσαι», σ’ένα «εγώ θα είμαι εδώ για σένα», σ’ένα «εγώ σ’αγαπάω κι ας μην είσαι τέλεια, κι ας κάνεις βλακείες κι ας φέρεσαι παράξενα μερικές φορές», σ’ ένα άγγιγμα περαστικό, σ’ ένα χαμόγελο, σ’ένα «είσαι η πιο γαμάτη μαμά του κόσμου» και ηρεμώ προσπαθώντας να πάρω κουράγιο για τη νέα μάχη.
Βλακείες θα μου πεις αλλά για μένα είναι κάτι…
H φωτογραφία είναι από το: http://www.pueblounitedway.org/Who%20We%20Help/whowehelp.htm
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου